Επτά στους δέκα "ξενιτεμένους" επιστήμονες δηλώνουν ότι θα επέστρεφαν εάν έβρισκαν «εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους στην Ελλάδα», όμως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν προσφέρουν μισθούς ανάλογους των προσόντων τους ενώ το κράτος δεν κάνει αρκετά


Προχτές έγινε viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η "γκάφα" (αν δεν τη θεωρήσουμε εξαπάτηση) του Πρωθυπουργού κ.Κων.Μητσοτάκη, ο οποίος παρουσίασε στο προσυνέδριο της ΝΔ ως παράδειγμα brain gain (επαναπατρισμού επιστημόνων) έναν 25χρονο μηχανικό που σπούδασε στις ΗΠΑ και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου βρήκε δουλειά σε μεγάλο εργοστάσιο στα Ιωάννινα.

Υπήρχε όμως μια μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια που "ξέχασε" να αναφέρει ο Πρωθυπουργός: ο εν λόγω νέος που επανέκαμψε, ήταν...ο γιός του εργοστασιάρχη.

5.jpg

Πέρα από το κωμικό της υπόθεσης να επικαλείται ο Πρωθυπουργός σαν παράδειγμα των νέων που "ξανακερδίζει" η χώρα μετά από το μεγάλο brain drain που ζήσαμε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το γιό ενός βιομήχανου που βρήκε δουλειά στην επιχείρηση του μπαμπά, το πρόβλημα είναι υπαρκτό: Η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπους να ξανακερδίσει όσα περισσότερα μπορεί από τα περίπου 500.000 "μυαλά" που εκτιμάται ότι έχασε αυτά τα δύσκολα χρόνια. Και να το κάνει αυτό χωρίς να καθυποτάξει πλήρως τα πανεπιστήμια και την έρευνα στην αγορά εργασίας, όπως προσπαθεί τελευταία. Οι πολιτικές λιτότητας που διαμορφώθηκαν από το 2010, η ανεργία, η υποτίμηση της εργασίας, το brain waist , δηλαδή η υποχρησιμοποίηση εξειδικευμένων επιστημόνων και ιδιαίτερα η έλλειψη προοπτικών σταδιοδρομίας συντέλεσαν στην αποψίλωση της Ελλάδας από επιστημονικό και ερευνητικό δυναμικό. Ενδεικτικά, την πενταετία 2009-2014 οκταπλασιάστηκε (!) ο αριθμός των ακαδημαϊκών/ερευνητών που έφυγαν στο εξωτερικό συγκριτικά με προηγούμενες πενταετίες προ της κρίσης

Τι κάνει η χώρα

Ο Κ.Μητσοτάκης , στην ατυχή παρουσίαση που προαναφέραμε, έκανε λόγο για  ειδικά φορολογικά κίνητρα σε νέους ανθρώπους οι οποίοι έφυγαν στα χρόνια της κρίσης από τη στιγμή που θα επιλέξουν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Επίσης το υπουργείο Εργασίας λχ υλοποιεί από περυσι το Πρόγραμμα REBRAIN GREECE, το οποίο αποσκοπεί στην προσέλκυση εξειδικευμένων επιστημόνων που απασχολούνται στο εξωτερικό από την ελληνική αγορά εργασίας Σκοπός του Μηχανισμού Διασύνδεσης των Επιστημόνων Εμπειρογνωμόνων και Ερευνητών (Ε.Ε.Ε.) με Επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι η διασύνδεση των δύο μερών της αγοράς εργασίας, του πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου και των επιχειρήσεων. Αυτό επιτυγχάνεται ψηφιακά πλέον πλατφόρμας, μέσω της δημοσίευσης των ζητούμενων θέσεων Υψηλής Εξειδίκευσης με κωδικοποίηση ESCO από τις επιχειρήσεις στην ελληνική επικράτεια και την εκδήλωση ενδιαφέροντος για συγκεκριμένη τέτοια θέση απο τους Ε.Ε.Ε. Αρκούν αυτά όμως;

Η έρευνα

Μόλις χτες, μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη γεωγραφική, επιστημονική και επαγγελματική κινητικότητα των Ελλήνων διδακτόρων, έδωσε μια απογραφική έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης & Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ), σε συνεργασία με την Ερευνητική Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής (ΕΜΠΑΠ) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Οι διδάκτορες είναι η κατ εξοχήν κατηγορία ερευνητών που αφήνουν τη χώρα. Τι βλέπουμε λοιπόν στην έρευνα αυτή;

Το 73,8% από τους διδάκτορες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, είχαν εργαστεί στην Ελλάδα πριν φύγουν για το εξωτερικό. Οι περισσότεροι έφυγαν από την Ελλάδα μετά το 2011 (72,8%), για λόγους που συνδέονται άμεσα με την εργασία (επαγγελματική ανέλιξη, καλύτερες εργασιακές συνθήκες, καλύτερες οικονομικές απολαβές και εργασία στο αντικείμενό τους), ενώ για τους ίδιους λόγους επέλεξαν και τη χώρα στην οποία εγκαταστάθηκαν.

Οι Έλληνες κάτοχοι διδακτορικού ζουν/έζησαν σε πάνω από 50 χώρες, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία και στη Γαλλία (το 30,8% σε περισσότερες από μία χώρες), καθώς και σε περισσότερες από 500 πόλεις, κυρίως στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Βοστώνη, στη Λευκωσία και στη Νέα Υόρκη. Λογικό, καθώς η φυγή του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό γίνεται κυρίως σε αναζήτηση εργασίας που να αντιστοιχεί στα προσόντα τους, όπως υποστηρίζει άλλωστε και η σχετική διεθνής βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα, από τις απαντήσεις των διδακτόρων σχετικά με τους λόγους μετανάστευσης από τη χώρα μας αλλά και τους λόγους εγκατάστασης σε συγκεκριμένες χώρες και πόλεις, τις οποίες επέλεξαν για να ζήσουν, προκύπτει ότι οι χώρες και πόλεις υποδοχής χαρακτηρίζονται από έντονη δραστηριότητα στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας

Θέλουν να επιστρέψουν, αλλά...

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας όσον αφορά την πρόθεση των ελλήνων διδακτόρων που ζουν στο εξωτερικό, να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Το 46,3% απάντησαν ότι σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Το 61,4% εξ αυτών σκέφτονται να επιστρέψουν άμεσα, και συγκεκριμένα το 39% ότι σκοπεύουν να επιστρέψουν σε «1-2 χρόνια» και το 22,4% «φέτος». Επίσης, διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, καθώς σε ποσοστό 95% έρχονται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο στην Ελλάδα.

1.jpg

Ομως οι προϋποθέσεις και οι λόγοι επιστροφής στην Ελλάδα συναρτώνται κυρίως με τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Το 69,7% δήλωσαν ότι θα επέστρεφαν εάν έβρισκαν «εργασία ανάλογη με τα προσόντα [τους] στην Ελλάδα», το 43% θα επέστρεφαν για «οικογενειακούς λόγους» και το 35,6% εάν «ένας από τους δύο συντρόφους έβρισκε εργασία στην Ελλάδα που ήταν οικονομικά ικανοποιητική».

2.jpg

Οταν έρχονται και...ξαναφεύγουν

Υπάρχει και μια ομάδα διδακτόρων, που έφυγαν, αλλά ξαναήρθαν στην πατρίδα, είδαν και... απήλθαν ξανά. Το 77,5% αυτής της ομάδας διδακτόρων έφυγαν για το εξωτερικό για πρώτη φορά μετά το 2001. Το 54,2% επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά το 2011. Επέστρεψαν στην Ελλάδα κυρίως λόγω νοσταλγίας για την πατρίδα και τον τρόπο ζωής, αλλά και για οικογενειακούς λόγους. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Αθήνα (50,4%) και στη Θεσσαλονίκη (22,7%). Το 62,5% εργάστηκαν στον δημόσιο τομέα όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, το 49,1% σε Πανεπιστήμιο ή σε ερευνητικό κέντρο. Το 64,1% ήταν πλήρους απασχόλησης. Ένα υψηλό ποσοστό (33,8%) ήταν πολύ λίγο ή/και καθόλου ευχαριστημένοι από την ποιότητα ζωής τους στην Ελλάδα. Λιγότεροι από τους μισούς δήλωσαν ευχαριστημένοι από την κοινωνική αναγνώριση, την υπευθυνότητα και το εργασιακό περιβάλλον, ενώ σε πολύ χαμηλό ποσοστό ήταν ικανοποιημένοι από την εξασφάλιση και τον μισθό που τους προσέφερε. Ξαναέφυγαν στο εξωτερικό, τόσο επειδή βρήκαν ευκαιρίες εργασίας εκεί (56,3%) όσο και επειδή δεν έβρισκαν εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους στην Ελλάδα (47,9%). Επέλεξαν τη χώρα προορισμού για λόγους που συνδέονται με την εργασία (δυνατότητα επιστημονικής εξέλιξης, καλύτερες οικονομικές απολαβές, καλύτερες συνθήκες εργασίας, δυνατότητα εύρεσης εργασίας στο αντικείμενό τους). Το 50,7% γύρισαν πίσω στη χώρα στην οποία ζούσαν πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα. Το 52,8% εργάζονται ως διδακτικό προσωπικό ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή ως ερευνητές σε ερευνητικά κέντρα. Το 95,1% δήλωσαν ότι επισκέπτονται την Ελλάδα τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Το 59,3% δήλωσαν ότι σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, ενώ το 71,8% θα επέστρεφαν αν έβρισκαν εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους. Στο ερώτημα τι κίνητρα πρέπει να δώσει το κράτος για να βοηθήσει την επιστροφή τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (70,4%) προκρίνει τη βελτίωση στις γενικότερες συνθήκες στη χώρα (κοινωνικές υποδομές, βελτίωση οικονομίας κλπ.), ενώ κατά 52,1% απαντούν ότι χρειάζεται «να βελτιωθούν οι δυνατότητες διασύνδεσης με την ελληνική ερευνητική-πανεπιστημιακή κοινότητα».

Η απαξίωση των επιστημόνων λοιπόν είναι ένα ακόμα φαινόμενο του ελληνικού παραδόξου: Θέλουμε να μείνουν, θέλουμε να επιστρε΄ψουν όσοι έφυγαν, αλλά δεν κάνουμε τίποτα για να κρατήσουμε τους μεν και κάνουμε ελάχιστα και παντως όχι αρκετά για να προσελκύσουμε τους δε. Οχι μόνο το κράτος, αλλά και οι -περισσότερες- επιχειρήσεις

Οι επιχειρήσεις

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα,  παρά τις προσπάθειες, δεν κατορθώνει -τουλάχιστον όχι ακόμα- να κρατήσει και να επαναπατρίσει τα καλύτερα εκπαιδευμένα παιδιά της. Κι αυτό συμβαδίζει με άλλη έρευνα που λέει ότι το 72% των Ελλήνων εργοδοτών αντιμετωπίζουν δυσκολία κάλυψης θέσεων εργασίας λόγω έλλειψης εξειδικευμένων ταλέντων. Ας δούμε τι λέει  ο κ.Γιάννης Γκιμούσης, Regional Manager, Randstad Hellas στην εφημερίδα "Καθημερινή":

"Στη νέα πραγματικότητα, οι επιχειρήσεις που προσφέρουν ευελιξία, ως προς το μοντέλο εργασίας που εφαρμόζουν και ποιοτικές θέσεις εργασίας, ως προς τις παροχές και το περιβάλλον εργασίας, βρίσκονται σε προνομιακή θέση στην αναζήτηση νέων ταλέντων. Η υιοθέτηση απομακρυσμένων και υβριδικών μοντέλων εργασίας είναι πλέον εξίσου σημαντική με το πακέτο αποδοχών. Παράλληλα, η καθιέρωση της εικόνας των οργανισμών ως εργοδοτών που προσφέρουν μια ανταγωνιστικά μοναδική πρόταση συνεργασίας στους υποψηφίους, θέτοντας την αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής των υπαλλήλων τους ως προτεραιότητα, μπορεί να γίνει ο παράγοντας που θα κάνει τη διαφορά. Η φήμη του brand μιας εταιρείας, καταλυτικός παράγοντας για την προσέλκυση νέων ταλέντων μέχρι σήμερα, έχει αντικατασταθεί από τη φήμη ως εργοδότη. Στον πόλεμο των ταλέντων, οι επιχειρήσεις που θα προσαρμοστούν στο σήμερα δημιουργούν σημαντικό πλεονέκτημα αναφορικά με τη διεκδίκηση ταλέντων".

Σύμφωνα εξάλλου με έρευνα του  Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού, το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει μεγάλη προσφορά για θέσεις εργασίας υψηλής κατάρτισης: Στη χώρα μας μόλις  32% των θέσεων εργασίας αφορούν επαγγέλματα υψηλών δεξιοτήτων, ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωζώνης είναι 44%. Οι θέσεις εργασίας μετρίων δεξιοτήτων στην Ελλάδα αποτελούν το 61% της συνολικής απασχόλησης, ενώ στην Ευρωζώνη το 47%

Μια άλλη πρόταση

Ο πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας επι ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Φωτάκης, είχε το 2017 ξεκινήσει την προσπάθεια για το brain gain. Για την αντιμετώπιση  του φαινομένου διαμόρφωσε στρατηγική στήριξης νέων επιστημόνων με τη δημιουργία βιώσιμων προοπτικών σταδιοδρομίας στον ακαδημαϊκό /ερευνητικό ή στον επιχειρηματικό τομέα. Ο ίδιος, τέτοια εποχή πέρυσι, έγραψε το ακόλουθο άρθρο στο alfavita.gr:

H πολιτική ηγεσία του τομέα Έρευνας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων αποφάσισε τη μείωση των αμοιβών μεταδιδακτόρων ερευνητών που υλοποιούν ερευνητικά έργα που χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό (ΕΣΠΑ, Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας, Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων).

Για τον υπολογισμό των αμοιβών των μεταδιδακτόρων στα παραπάνω έργα και από 1.10.2020, πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Και μάλιστα τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει ψηφίσει την αύξηση των αμοιβών συμβασιούχων επιστημόνων από ιδιωτικές πηγές.

Δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή ισχύει από 1/10/2020, η μείωση των αποδοχών των μεταδιδακτόρων ερευνητών εφαρμόζεται σε τρέχοντα έργα και ενώ οι εν λόγω επιστήμονες έχουν ήδη υπογράψει συμβάσεις ΙΔΟΧ (έργου ή εργασίας).

Η κυβέρνηση, παρά τις επικοινωνιακές εξαγγελίες για μέτρα αντιμετώπισης του brain drain, επικαλείται σήμερα νομικά επιχειρήματα προκειμένου να υλοποιήσει τη μισθολογική υποβάθμιση των μεταδιδακτόρων ερευνητών, οι οποίοι επιτυγχάνουν τη χρηματοδότησή τους για έρευνα πρώτης γραμμής από δημόσιους πόρους μετά από αυστηρή αξιολόγηση και μέσω προκηρύξεων με πολύ υψηλό ανταγωνισμό, όπως αυτές του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). 

Οι επιστήμονες αυτοί αποτελούν το πλέον εξειδικευμένο κομμάτι των νέων που φεύγει στο εξωτερικό και την ραχοκοκαλιά της έρευνας και της αναπτυξιακής πορείας της χώρας.

Κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και για την ενθάρρυνση νέων επιστημόνων όπως είναι οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές, υλοποιήσαμε πολιτικές θετικής διάκρισης και αριστείας με στοχευμένες παρεμβάσεις, ειδικά μέσω της δημιουργίας του ΕΛΙΔΕΚ και των προκηρύξεών του, οι οποίες απέδωσαν θετικά αποτελέσματα.

Σήμερα, είναι σαφές ότι η υποχρεωτική ένταξη στο ενιαίο μισθολόγιο των μεταδιδακτόρων που χρηματοδοτούνται μέσω συμβάσεων από δημόσιους πόρους, καθώς και η ελλιπής αναγνώριση της προϋπηρεσίας τους, θα οδηγήσει όχι μόνον σε μείωση των αποδοχών τους, αλλά θα αποτελέσει σοβαρό αντικίνητρο για την ερευνητική τους δραστηριότητα και την παραμονή τους στη χώρα.

Η κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλείται νομικά επιχειρήματα για το θέμα αυτό. Αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τις επιλογές της απέναντι στο ερευνητικό οικοσύστημα της χώρας και στους νέους επιστήμονες.

Πηγή: www.alfavita.gr

Συντάκτης: Νίκος Μάστορας