Την προσεχή Πέμπτη, 7 Ιουλίου, εισάγεται προς επεξεργασία και συζήτηση, στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, το νέο Νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για τα ΑΕΙ«Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις» που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με το πρώτο μέρος«μεταρρυθμίζεται και βελτιώνεται συνολικά το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), μέσω μίας ολοκληρωμένης προσέγγισης που περιλαμβάνει τη συγκέντρωση, την κωδικοποίηση και τη ριζική αναμόρφωση των υφιστάμενων διατάξεων. Στόχος της μεταρρύθμισης αυτής είναι η αναβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού, ερευνητικού και εν γένει επιστημονικού έργου των Α.Ε.Ι., καθώς και των επιμέρους ακαδημαϊκών και ερευνητικών μονάδων και δομών τους, η ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού τους, η διασύνδεσή τους με τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας και η παροχή πρόσθετων εργαλείων για την υλοποίηση του στρατηγικού τους σχεδίου, της Εθνικής Στρατηγικής στην Ανώτατη Εκπαίδευση και της Εθνικής Στρατηγικής Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας».

Αναφέρεται επίσης ότι «εισάγονται ρυθμίσεις για το νέο μοντέλο διακυβέρνησης των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.)» και ότι «το νέο μοντέλο διοίκησης και η κατανομή των αρμοδιοτήτων ανά όργανο διοίκησης έχει ως στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της λειτουργικότητας, τον περιορισμό του υπερσυγκεντρωτισμού, την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, την ουσιαστική προαγωγή της αυτονομίας των Πανεπιστημίων και του εξωστρεφούς χαρακτήρα τους, που μεταξύ άλλων συνδράμουν στην ανάπτυξη της χώρας και προσφέρουν πολλαπλά οφέλη προς την κοινωνία».

 

Δείτε εδώ αναλυτικά το νομοσχέδιο

panepistimio_2.jpg

Σφοδρές αντιδράσεις Πανεπιστημιακών και Φοιτητών

Είναι η πρώτη φορά που όλες οι Σύγκλητοι, όλες οι Σχολές και οι Σύλλογοι, η Σύνοδος Πρυτάνεων και η ΠΟΣΔΕΠ απορρίπτουν το προτεινόμενο μοντέλο διοίκησης. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι κανένα Πανεπιστήμιο ή Σύλλογος Διδασκόντων δεν έχει τοποθετηθεί θετικά στις προτεινόμενες ρυθμίσεις για τα Πανεπιστήμια.

Με αφορμή το νέο νόμο πλαίσιο, 1.000 πανεπιστημιακοί από τα ΑΕΙ της χώρας έστειλαν ανοικτή επιστολή στο ΥΠΑΙΘ στην οποία ζήτησαν «να αποσυρθούν όλες οι διατάξεις που υπονομεύουν το μέλλον της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».

Με τις «δέσμες ρυθμίσεων», όπως ανέφεραν στην επιστολή τους, «θα μειωθεί το μόνιμο προσωπικό των πανεπιστημίων σε όφελος διαφορετικών κατηγοριών διδασκόντων που θα προσλαμβάνονται για βραχεία παρουσία, ώστε να μην επενδύουν μακροπρόθεσμα στο πανεπιστήμιο». Επίσης, οι ρυθμίσεις «προβλέπουν ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα δεν χρηματοδοτούνται πλέον από το υπουργείο Παιδείας και το διδακτικό έργο των μελών ΔΕΠ δεν τα περιλαμβάνει. Επομένως θα είναι αδύνατο να είναι βιώσιμα όσα μεταπτυχιακά δεν θα έχουν δίδακτρα».

Μεταξύ άλλων, υπερασπίζονται «την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο» των πανεπιστημίων, διαφωνώντας με το να μη συμμετέχουν στην εκλογή πρυτάνεων/ισσών, κοσμητόρων/ισσών και αντιπρυτάνεων/ισσών και υποστηρίζουν ότι το νομσχέδιο «σχεδιάστηκε ερήμην και εναντίον της Ακαδημαϊκής Κοινότητας».

Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε με ανακοίνωσή της ομόφωνα η ΠΟΣΔΕΠ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού).

«Εάν το νομοσχέδιο ψηφιστεί, ξεκινάει μια γκρίζα εποχή για τα Πανεπιστήμια με επικράτηση μηχανισμών διαπλοκής, υπόγειες συνεννοήσεις συμφερόντων και ανταλλάγματα», αναφέρει η ΠΟΣΔΕΠ.

panepistimio.jpg

Σχετικά με το περιεχόμενο του Νομοσχεδίου

Το Νομοσχέδιο (ΝΣ) που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή επιχειρεί να συγκεντρώσει σε ενιαίο πλαίσιο την προηγούμενη νομοθεσία, ενσωματώνοντας και νέες ρυθμίσεις, με στόχο τη θωράκιση και ενίσχυση της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων σε όλα τα επίπεδα, από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που θα προσφέρει μέχρι τη διοίκηση και τη λειτουργία του.

Δημιουργεί ένα αυταρχικό, συγκεντρωτικό και αδιαφανές μοντέλο διοίκησης μέσω της θεσμοθέτησης ενός Συμβουλίου Διοίκησης (ΣΔ) που έχει υπερεξουσίες: ψηφίζει και παύει πρύτανη, επιλέγει και παύει Κοσμήτορα και Αντιπρυτάνεις, έχει τον αποκλειστικό οικονομικό και διοικητικό έλεγχο του ιδρύματος, ταυτόχρονα έχει έλεγχο επί των εκλογών μελών ΔΕΠ και συγκεκριμένα τον έλεγχο των μητρώων των γνωστικών αντικειμένων, τον έλεγχο των μητρώων των εσωτερικών και εξωτερικών εκλεκτόρων, τα οποία δύναται να αναπέμψει, όπως επίσης τον έλεγχο της νομιμότητας των διαδικασιών εκλογής και εξέλιξης των μελών ΔΕΠ. Η Σύγκλητος αποδυναμώνεται και περιορίζεται αμιγώς σε κάποια ακαδημαϊκά ζητήματα.

Υπονομεύει την αξία του πτυχίου μέσα από τη δημιουργία μιας πανσπερμίας νέων προγραμμάτων σπουδών πρώτου κύκλου που λειτουργούν προσθετικά στο πρόγραμμα σπουδών ενός Τμήματος (βλ. προγράμματα σπουδών δευτερεύουσας κατεύθυνσης, προγράμματα σπουδών σύντομης διάρκειας, πιστοποιητικά ψηφιακών δεξιοτήτων), παράγοντας έτσι πτυχιούχους «πολλών ταχυτήτων» και δημιουργώντας έναν ανταγωνισμό μεταξύ των φοιτητών/τριών που θα επιδοθούν σε ένα ατελείωτο κυνήγι προσόντων και πιστοποιητικών.

Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο στον τομέα της διδασκαλίας επιβάλλει πολυδιάσπαση πτυχίων και κατακερματισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων (που μειώνει τις δυνατότητες απασχόλησης τους καθώς και τις μισθολογικές απολαβές τους). Ωθεί στην δημιουργία πολλών προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών που δεν έχουν επιστημονική συνοχή και ευρύτητα και εξαρτώνται από βραχύβιες και μυωπικές αναγνώσεις των αναγκών της αγοράς. Διαχωρίζει εντελώς τα μεταπτυχιακά προγράμματα από τα προπτυχιακά και εξωθεί τα πρώτα στην επιβολή διδάκτρων μέσω της μη-χρηματοδότησης τους και του μη-συνυπολογισμού των ωρών διδασκαλίας τους στον εργασιακό φόρτο των μελών ΔΕΠ. Παράλληλα εξωθεί τους τελευταίους στο κυνήγι εσόδων μέσω παράλληλης απασχολήσης ή με διδασκαλία σε μεταπτυχιακά (όπου οι φοιτητές αντιμετωπίζονται σαν πελάτες). Ειδικά με την διδασκαλία σε ΠΜΣ, στην ουσία ωθεί τα μέλη ΔΕΠ στην αναζήτηση αύξηση των αποδοχών τους μέσα από φοιτητές-πελάτες. Τα επι χρήμασι μεταπτυχιακά προγράμματα οδηγούνται σε στενές εξειδικεύσεις δήθεν εξασφαλίζοντας απασχόληση, ενώ στην πράξη την περιορίζουν. Όλο αυτό το πλέγμα οδηγεί στην περιθωριοποίηση κριτικών γνωστικών αντικειμένων (που όμως έχουν βαρύνουσα επιστημονική σημασία) έναντι στενών πρακτικών δεξιοτήτων.

Οι φοιτητές αντιμετωπίζονται σαν ατομικοί πελάτες καθώς καταργούνται οι συλλογικές διαδικασίες εκπροσώπησης τους και εισάγονται θεσμοί εκπροσώπων-παραγόντων που, όπως έχει φανεί και σε αντίστοιχα συστήματα στο εξωτερικό, αδιαφορούν για τα πραγματικά συμφέροντα της φοιτητικής κοινότητας και επιδίδονται σε προσωπικές πελατειακές σχέσεις και διαδικασίες προσωπικής ανέλιξης σε πλήρη υποταγή στον διευθυντικό μηχανισμό του επιχειρηματικού πανεπιστημίου. Επίσης, το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο έχει αποδεχθεί περίτρανα στο εξωτερικό ότι είναι «ακριβό» για τους υποψήφιους από λαϊκά στρώματα και συνεπώς περιορίζει δραματικά την δυνατότητα πρόσβασης τους σε αυτό. Η δε πολυδιαφημιζόμενη εξασφάλιση απασχόλησης μέσω της σύνδεσης με την αγορά είναι γράμμα κενό καθώς οι θέσεις απασχόλησης στην ελληνική οικονομία είναι δεδομένες και περιορισμένες (όπως δείχνει και το υψηλό ποσοστό ανεργίας) και δεν οφείλονται στην αναντιστοιχία επαγγελματικών προσόντων και διαθέσιμων θέσεων εργασίας αλλά στα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και στις κυβερνητικές πολιτικές. Το πρόβλημα αυτό είναι μάλιστα οξύτερο στους νέους πτυχιούχους και γενικότερα στους νέους (όπως δείχνει η εξαιρετικά υψηλή ανεργία νέων) και θα ενταθεί από την υπερεξειδίκευση πολυδιασπασμένων πτυχίων. Οι δε θέσεις εργασίας που δίνει η αγορά ιδιαίτερα στους νέους χαρακτηρίζονται από εργασιακή αβεβαιότητα, χαμηλούς μισθούς και κακές εργασιακές σχέσεις. Αποδεικτικό στοιχείο του ότι για την ανεργία των πτυχιούχων δεν ευθύνεται το ελληνικό πανεπιστήμιο αλλά η αγορά είναι το γεγονός ότι στην εποχή των μνημονίων χιλιάδες νέοι πτυχιούχοι μετανάστευσαν κι έγιναν ανάρπαστοι από προηγμένες οικονομίες, ειδικά αυτές της ΒΔ Ευρώπης.

Τέλος, όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από την συνολική αυταρχικοποίηση της λειτουργίας των ΑΕΙ με την προσπάθεια επιβολής «πανεπιστημιακής αστυνομίας» και τα εκτεταμένα φαινόμενα αστυνομικής βίας μέσα σε ελληνικά ΑΕΙ.

Επιπλέον η αξία των πτυχίων των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων υπονομεύεται με την πλήρη αναγνώριση των πτυχίων της αλλοδαπής στο ΔΟΑΤΑΠ με εξίσωση των τριετών σπουδών στο εξωτερικό με τις τετραετείς στην Ελλάδα.

Η δημιουργία διπλών προγραμμάτων σπουδών πρώτου κύκλου ενέχει τον κίνδυνο ρευστοποίησης των προγραμμάτων σπουδών του δεύτερου γνωστικού αντικειμένου και δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά με τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων. 

Διευρύνει την εμπορευματοποίηση μέσα από την πλήρη απελευθέρωση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, τη δημιουργία ξενόγλωσσων προπτυχιακών και μεταπτυχιακών με δίδακτρα, τη δημιουργία μεταπτυχιακών προγραμμάτων που λειτουργούν εξ ολοκλήρου από απόσταση, τη δημιουργία επαγγελματικών μεταπτυχιακών που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και απευθύνονται αποκλειστικά σε εργαζόμενους/ες.

Επιπλέον θεσμοθετεί αγοραία κριτήρια για την εκλογή και εξέλιξη μελών ΔΕΠ: στα τυπικά προσόντα εκλογής ως μέλος ΔΕΠ στα κριτήρια πλέον συμπεριλαμβάνονται επίσημα η ίδρυση τεχνοβλαστών (spin offs) και η συμμετοχή του υποψηφίου ως μέλους ή μετόχου σε spin off εταιρεία, όπως, επίσης, η προσέλκυση ερευνητικών χρηματοδοτήσεων.

Οδηγεί εκ των πραγμάτων στην επιβολή διδάκτρων σε όλα τα μεταπτυχιακά, δηλαδή στην κατάργηση των δωρεάν μεταπτυχιακών, από τη στιγμή που η διδασκαλία σε προγράμματα σπουδών 2ου κύκλου είναι πέραν των ελάχιστων υποχρεώσεων (κατ' ελάχιστον 6ώρες διδασκαλία αποκλειστικά στο προπτυχιακό πρόγραμμα).

Επεκτείνει περαιτέρω τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και τον κατακερματισμό των εργασιακών σχέσεων των διδασκόντων/ουσών με διαφορετικές συμβάσεις εργασίας (συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις ανάθεσης έργου), με χρηματοδότηση από εγχώρια ή διεθνή προγράμματα και ύψος αμοιβής που μπορεί να καθορίζεται από τη Συνέλευση του Τμήματος, και με τη μονιμότητα να περιορίζεται στα μέλη ΔΕΠ, με την κατάργηση της δυνατότητας μονιμοποίησης των επίκουρων καθηγητών/τριών δημιουργώντας έτσι σε μια μεγάλη μερίδα πανεπιστημιακών εργασιακή ανασφάλεια και σχέσεις εξάρτησης από μέλη ΔΕΠ σε μόνιμες βαθμίδες.

Επιτείνει τον αυταρχισμό μέσα στα πανεπιστήμια εδραιώνοντας τα πειθαρχικά των φοιτητών/τριών και τις διαγραφές τους, θεσμοθετώντας πειθαρχικά μελών ΔΕΠ με παραπτώματα, όπως η «παρακώλυση του έργου και η διατάραξη της ομαλής λειτουργίας των οργάνων του ιδρύματος» ή όταν οι ενέργειές τους θίγουν «το κύρος του ή το κύρος του Α.Ε.Ι.» , και χτυπώντας τον φοιτητικό συνδικαλισμό και τις φοιτητικές παρατάξεις μέσα από τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής συλλογικής έκφρασης φοιτητών/τριών, το «Συμβούλιο των Φοιτητών» .

Πρωταρχικής σημασίας ιδιαίτερα για τα περιφερειακά πανεπιστήμια είναι η αναφορά στην θεσμοθέτηση κριτηρίων για καταργήσεις και συγχωνεύσεις Τμημάτων, όπως, μεταξύ άλλων, ο δυσανάλογα μικρός ετήσιος αριθμός φοιτητών/τριών ή αποφοίτων του πανεπιστημίου σε σύγκριση με τον αριθμό των μελών ΔΕΠ καθώς και η «ιδιαίτερα χαμηλή προτίμηση για εισαγωγή στα προγράμματα σπουδών τυπικής εκπαίδευσης που παρέχει». Αποκαλύπτεται έτσι ότι η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής αποτελεί το μέσο για την κατάργηση των Τμημάτων με ταχύτατες διαδικασίες, τις οποίες αναλαμβάνει η αναβαθμισμένη πλέον Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.

panepistimio_1.jpg

Πλευρές του Νομοσχεδίου: Μοντέλο υπερσυγκέντρωσης

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο ο Πρύτανης, οι Αντιπρυτάνεις και οι Κοσμήτορες θα διορίζονται από το Συμβούλιο Διοίκησης, δηλαδή από ένα ενδεκαμελές σώμα στο οποίο θα συμμετέχουν και εξωτερικά μέλη. Με αυτή τη διαδικασία θα ευνοούνται οι «συναλλαγές κάτω από το τραπέζι» μεταξύ των 11 μελών οι οποίοι θα κάνουν την επιλογή, καταλύοντας την αρχή της δημοκρατίας και το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων.

Ήδη έγκριτοι συνταγματολόγοι έχουν γνωμοδοτήσει ότι το νομοσχέδιο Κεραμέως έχει πολλά ζητήματα αντισυνταγματικότητας και θα καταπέσει σε οποιαδήποτε προσφυγή στο ΣτΕ.

Η γνωμοδότηση-κόλαφος που εξέδωσαν οι συνταγματολόγοι Ξενοφών Κοντιάδης και Ιωάννης Τασσόπουλος, καθηγητές Διοικητικού Δικαίου της Παντείου και του Πανεπιστημίου Αθηνών, αντίστοιχα,  σημειώνουν ότι με το νέο σύστημα διοίκησης των ΑΕΙ «υιοθετείται ένα μοντέλο υπερσυγκέντρωσης ποικίλων αρμοδιοτήτων σε ένα όργανο, τον πρύτανη, το οποίο διαθέτει έμμεση και ισχνή νομιμοποίηση. Ο πρύτανης δεν αναδεικνύεται άμεσα από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά από ένα όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης, του οποίου η σύνθεση και ο τρόπος συγκρότησης το καθιστούν ευάλωτο σε χειραγώγηση και αδιαφανείς επιλογές [...] Το έλλειμμα νομιμοποίησης του πρύτανη αξιολογείται σε συνάρτηση όχι μόνο με την υπερσυγκέντρωση των αρμοδιοτήτων που του απονέμονται και τη φύση των αρμοδιοτήτων αυτών, αλλά και από το γεγονός ότι εν τοις πράγμασι υποβαθμίζονται ουσιωδώς όλοι οι μηχανισμοί ελέγχων και αντίβαρων που θα έπρεπε να συνοδεύουν την οργάνωση των αυτοδιοικούμενων πανεπιστημίων».

Όμως αυτός που δίνει τη χαριστική βολή στο νομοσχέδιο Κεραμέως είναι ο ίδιος ο Υπουργός Επικρατείας υπεύθυνος για το νομοθετικό έργο, Καθηγητής Νομικής Γεώργιος Γεραπετρίτης.

Σύμφωνα με τον κ Γεραπετρίτη και με γνωμοδότηση* που είχε υπογράψει ο ίδιος:

«Η πλήρης αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ έχει ως συνέπεια ότι ο νομοθέτης, κατά τον καθορισμό του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας τους, δεν δύναται να προβαίνει σε θέσπιση ρυθμίσεων οι οποίες κατ’ ουσίαν ανατρέπουν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη πλήρη αυτοδιοίκησή τους.»

Ο κ. Γεραπετρίτης σε άλλο σημείο της γνωμοδότησης του κρίνει ως αντισυνταγματικές τις προτεινόμενες ρυθμίσεις Κεραμέως. Ειδικότερα είναι αντισυνταγματική:

«1. Η συμμετοχή στο όργανο του Συμβουλίου μελών μη προερχόμενων από το Ίδρυμα, και μάλιστα προσώπων που δεν είναι μέλη ΔΕΠ ελληνικών Πανεπιστημίων και δεν διαθέτουν έτσι a priori προσόντα αντίστοιχα με εκείνα των μελών ΔΕΠ ελληνικών Πανεπιστημίων

2. Η επιλογή των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου από ολιγάριθμο εκλεκτορικό σώμα (τα εσωτερικά μέλη του Συμβουλίου) χωρίς τη συμμετοχή του συνόλου της διδακτικής ακαδημαϊκής κοινότητας (άρθρο 8 του Προσχεδίου).

3. Η επιλογή του Πρύτανη από ολιγάριθμο εκλεκτορικό σώμα, δηλαδή το Συμβούλιο (στο οποίο συμμετέχουν και μη μέλη του Ιδρύματος) χωρίς τη συμμετοχή του συνόλου της διδακτικής ακαδημαϊκής κοινότητας.

4. Η επιλογή του Κοσμήτορα από το ολιγάριθμο εκλεκτορικό σώμα των μελών του Συμβουλίου (στο οποίο συμμετέχουν και μη μέλη του Ιδρύματος) και όχι από το σύνολο της διδακτικής ακαδημαϊκής κοινότητας της Σχολής.»

Η γνωμοδότηση αυτή είχε υπογραφεί από τον κ. Γεραπετρίτη κατά τη κατάθεση του Νόμου Διαμαντοπούλου το 2011. Ωστόσο στη συνέχεια στη Βουλή έγιναν σημαντικές διορθώσεις στο Νόμο με αποτέλεσμα τελικά οι εκλογές όλων των οργάνων διοίκησης (Πρύτανη, Αντιπρύτανη, Κοσμήτορα) να γίνεται από το σύνολο των Καθηγητών και να αποφευχθεί τελικά η απόρριψη του νόμου Διαμαντοπούλου στο Συνταγματικό δικαστήριο. 

Πηγή: AlfaVita