Η ταινία βρίσκεται στην κορυφή του Netflix. Είναι αυτό που περιμέναμε ή μία λουστραρισμένη και άψυχη έκδοση του κλασικού μυθιστορήματος;
Είχα μεγάλη ανυπομονησία για τη σύγχρονη διασκευή της κλασικής ιστορίας της Μαίρη Σέλλεϋ, ‘Φρανκενστάιν’, από τον Μεξικανό οραματιστή σκηνοθέτη Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο για το Netflix. Μετά από σχεδόν 150’ που διαρκεί, η μόνη λέξη στο μυαλό μου είναι η λέξη forgettable, ναι, στα αγγλικά (όπως έχει συμβεί και με άλλους streaming τίτλους). Είναι άλλη μία λουστραρισμένη ταινία με εντυπωσιακές σκηνές που δεν ξέρεις αν την δεις ξανά. Μήπως βιάζομαι; Μήπως πρέπει να περιμένω για να κατασταλάξει μέσα μου; Μακάρι να κάνω λάθος, μόνο που σήμερα, δύο ημέρες μετά την προβολή της, δεν έχω να θυμάμαι πολλά.
Το ’Φρανκενστάιν’ παρουσιάστηκε σαν μία από τις πιο πολυαναμενόμενες streaming ταινίες της χρονιάς (που δυστυχώς ελάχιστοι είδαν στη μεγάλη οθόνη, σίγουρα θα κέρδιζε πόντους) και είναι μία μεγάλη παραγωγή του Netflix που ξεπέρασε τα 120 εκατομμύρια στον προϋπολογισμό. Τριγύριζε για χρόνια στο μυαλό του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο (Ο Λαβύρινθος του Πάνα, Hellboy) που από την οσκαρική «Μορφή του Νερού» του 2017 κάπως έχει χάσει τη σπιρτάδα και φόρμα του (ποιοι είμαστε και εμείς να τον κρίνουμε…).
Πρωταγωνιστεί ο Γουατεμαλοαμερικανός ηθοποιός Όσκαρ Άιζακ στο ρόλο του βαρόνου και φιλόδοξου επιστήμονα Βίκτορ Φρανκενστάιν στο Εδιμβούργο του 1855 και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης (τα περισσότερα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στη Σκωτία), ο οποίος επιδίδεται σε μία πειραματική προσπάθεια να δώσει ζωή σε ένα νεκρό σώμα (νεκροί στρατιώτες από τις μάχες της εποχής χρησιμοποιούνται στα πειράματα), έτσι γεννιέται το Πλάσμα (Τζέικομπ Ελόρντι). Ποιοι λόγοι οδήγησαν τον Βίκτορ σε αυτό; Θα μάθουμε περισσότερα για τη ζωή του σαν παιδί.

Ένας έμπορος όπλων (εξαιρετικός για άλλη μία φορά ο Κρίστοφ Βαλτς) χρηματοδοτεί για τους δικούς του σκοπούς τον Βίκτορ Φρανκενστάιν και μάλιστα του παρέχει έναν εγκαταλελειμμένο πύργο που σου κόβει την ανάσα (και μοιάζει τόσο πολύ με την έπαυλη του ‘Crimson Peak’). Σημαντικό ρόλο παίζει και η Ελίζαμπεθ (Μία Γκοθ), ανιψιά του έμπορου όπλων και μνηστή του μικρότερου αδελφού του Βίκτορ Φρανκενστάιν, με τον τελευταίο να αρχίζει να τρέφει αισθήματα για τη νεαρή γυναίκα.
Οι δυο τους, δημιουργός και δημιούργημα (το πλάσμα, το αποκρουστικό τέρας για άλλους), αναζητούν νόημα, αγάπη και κατανόηση σε έναν κόσμο που μοιάζει εχθρικός. Αντλώντας έμπνευση από το κλασικό μυθιστόρημα της Μαίρη Σέλλεϋ, το φιλμ θέτει το ερώτημα ποιος πραγματικά είναι το «τέρας»: ο δημιουργός ή η δημιουργία;

Το πρόβλημα με τον “Φρανκενστάιν” του Ντελ Τόρο
Ένα όμορφο τέρας χωρίς σφυγμό. Το ΄Φρανκενστάιν’ του Ντελ Τόρο κουβαλάει το βάρος ενός αριστουργήματος, τουλάχιστον ως προσδοκία. Ένας οραματιστής σκηνοθέτης, ένα εντυπωσιακό καστ και το αθάνατο έργο της Μαίρη Σέλλεϋ. Αυτό που τρεμοπαίζει στην οθόνη μοιάζει παράξενα άψυχο, μία δημιουργία υπερβολικά ερωτευμένη με τον ίδιο της τον σχεδιασμό για να συγκινήσει πραγματικά.
Οπτικά, η ταινία είναι αδιαμφισβήτητα υπέροχη. Ο Ντελ Τόρο γεμίζει κάθε κάδρο με περίτεχνες σκιές, εργαστήρια σαν καθεδρικούς ναούς και πρόσωπα φωτισμένα σαν πίνακες με κερί. Όμως αυτή η ομορφιά καταλήγει να είναι βάρος. Ο ρυθμός της ταινίας σέρνεται, υπνωτισμένος από τη δική της ατμόσφαιρα. Μακριές παύσεις, αργές ματιές και σχολαστικά σκηνοθετημένες σιωπές αντικαθιστούν τον παλμό του τρόμου και της ανακάλυψης που χαρακτήριζε κάποτε την ιστορία της Σέλλεϋ.

Ο Όσκαρ Άιζακ ως Βίκτορ Φρανκενστάιν μελαγχολεί με χάρη, ενώ ο (αγνώριστος) Τζέικομπ Ελόρντι ως Πλάσμα, αν και επιβλητικός, σπάνια προκαλεί τη συμπάθεια ή τον τρόμο που θα έπρεπε. Η σχέση τους, η καρδιά αυτού του μύθου, παραμένει απόμακρη, περισσότερο ιδέα παρά συναίσθημα. Και σαν εικόνα, δεν πείθει τόσο, μοιάζει σαν τα εξωγήινα πλάσματα του ‘Προμηθέα’ του Ρίντλεϋ Σκοτ και το αμφίβιο πλάσμα στη «Μορφή του Νερού», καμία σχέση με το Πλάσμα που γνωρίσαμε μέσα από άλλες ταινίες και εικόνες.
Σε κάποιες σκηνές, π.χ. με τους λύκους, δεν λες τόσο επιτυχημένα τα CGI εφέ, τη στιγμή που σκηνογραφικά και στο κομμάτι των κοστουμιών η ταινία παίρνει άριστα (αν και πολύ λουστραρισμένη, όχι τόσο σκοτεινή όσο θα θέλαμε).

Υπάρχει επίσης η αίσθηση ότι ο Ντελ Τόρο, παρά τη σκηνοθετική του δεξιοτεχνία, παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό. Η αγάπη του για το μυθιστόρημα της Σέλλεϋ και τη γοτθική αισθητική γεννά μία ταινία που μοιάζει ταριχευμένη αντί ζωντανή. Το αφήγημα έχει ραφτεί με προσοχή, αλλά δεν έχει ζωντάνια.
Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, το ‘Φρανκενστάιν’ θυμίζει το ίδιο του το τέρας: ραμμένο από εκλεκτά κομμάτια, εντυπωσιακό στην όψη, μα χωρίς χτύπο καρδιάς. Για μία ιστορία που μιλά για την προσπάθεια να δώσεις ζωή στην τέχνη, αυτή η ειρωνεία πονά βαθιά. Το Netflix μας πρόσφερε ένα όμορφο πτώμα, αλλά το κοινό ίσως περίμενε κάτι άλλο, πιο δυναμικό και ζωντανό, όχι τόσο glossy.
Το ’Φρανκενστάιν’ προβάλλεται στο Netflix.

