Μια μίνι σειρά ντοκιμαντέρ για τον αμφιλεγόμενο μεγιστάνα Jeffrey Epstein (Filthy Rich) και μια ταινία τεκμηρίωσης για όσα συνέβησαν ανάμεσα στον μουσικό παραγωγόRussell Simmonsκαι την Drew Dixon, δείχνουν πώςπροσεγγίζεις τη σεξουαλική κακοποίηση με αισθητική τηλεοπτικού ρεπορτάζ και πώς με μια διακριτική αφήγηση για όσους κοιτούν πέρα από clickbaitεπικεφαλίδες άρθρων, αντίστοιχα.


Μια μίνι σειρά ντοκιμαντέρ για τον αμφιλεγόμενο μεγιστάνα Jeffrey Epstein (Filthy Rich) και μια ταινία τεκμηρίωσης για όσα συνέβησαν ανάμεσα στον μουσικό παραγωγόRussell Simmonsκαι την Drew Dixon, δείχνουν πώςπροσεγγίζεις τη σεξουαλική κακοποίηση με αισθητική τηλεοπτικού ρεπορτάζ και πώς με μια διακριτική αφήγηση για όσους κοιτούν πέρα από clickbaitεπικεφαλίδες άρθρων, αντίστοιχα.

Έχουν περάσει δυόμιση χρόνια από την στιγμή που έσκασαν σαν μετεωρίτης στην επικαιρότητα οι κατακλυσμιαίες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις σχετικά με το ανοιχτό μυστικό των σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών στην αμερικάνικη showbiz. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια καλή χρονικά στιγμή για να αποτυπωθούν, μέσω ορισμένων ντοκιμαντέρ οι ιστορίες πίσω από το κίνημα διαμαρτυρίας που εκφράστηκε μέσω της σοσιαλμιντιακής οργήςυπό την ομπρέλα του #metoo και του #timesup.

Πριν από λίγες μέρες έκαναν σχεδόν ταυτόχρονη πρεμιέρα δυο ντοκιμαντέρ που εξερευνούν αυτή την ευαίσθητη θεματική. Από τη μια έχουμε το Jeffrey Epstein: Filthy Rich (στο Netflix) το οποίο εξιστορεί σε τέσσερα μέρη τον αρρωστημένο βίο του αμφιλεγόμενου μεγιστάνα Jeffrey Epstein. Από την άλλη έχουμε το On the Record (στο HBO) που εξετάζει την σεξουαλική βία που άσκησε ο σημαντικός παραγωγός του hip hop, Russell Simmons, στην υπάλληλο της δισκογραφικής του, τη νεαρή τότε Drew Dixonαλλά και σε άλλες γυναίκες. Η διαφορά των δυο ντοκιμαντέρ, τόσο σε ύφος και προσέγγιση, όσο σε ποιότητα και σοβαρότητα, δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη και αυτό παρουσιάζει από μόνο του ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Το Filthy Rich εξιστορεί την ομολογουμένως φρικτή ιστορία τουJeffrey Epstein, με τον πιο εύκολο και «αρπακολατζίδικο» τρόπο. Μέσα σε σχεδόν τέσσερις ώρες υλικού, δεν μαθαίνεις τίποτα που δεν θα κατάφερνε ένα περιεκτικό ημίωρο ρεπορτάζ για την ιστορία του κατά συρροή βιαστή, ο οποίοςέχτισε ένα οικοδόμημα sex trafficking για πολιτικούς, επιχειρηματίες και λομπίστες της εξουσίας. Το θέμα είναι συναρπαστικό και οι ιστορίες των κοριτσιών που εξαιτίας της αφέλειας ή ακόμη και της φιλοδοξίας τους, έπεσαν θύματα του recruiting, είναι συχνά συνταρακτικές. Ο Jeffrey Epstein έφτιαξε με υπόγειους τρόπους μια αμύθητη περιουσία και έχτισε ένα απρόσιτο lifestyle που τον έθετε εκτός νόμου. Έχοντας το «ακαταδίωκτο» εξαιτίας της celebrity φήμης του και έχοντας εξασφαλίσει κοινωνική ασυλία εξαιτίας χρηματικών δωρεών και εκβιασμών σε προέδρους, γερουσιαστές και ανθρώπους του χρήματος, ο Epstein κατάφερε να ελέγχει έναν μικρό στρατό από νεαρά κορίτσια που χρησιμοποιούσε σε πάρτι οργίων στο ερημικό νησί του, το οποίο επισκέπτονταν επιφανείς λευκοί άνδρες.

Ωστόσο, εδώ δεν υπάρχει καμία πληροφορία που δεν βρίσκει κανείς στη Wikipedia σελίδα του Epstein, καμία εμβάθυνση στους μηχανισμούς του sexual abuse και καμία κοινωνική ανάλυση του φαινομένου ενός μεγιστάνα που κρύβεται σε κοινή θέα. Όπως συνέβη και με το ντοκιμαντέρ Surviving R. Kelly, το θέμα είναι πολύ μεγάλο για να χωράει στην κοντόφθαλμη και άτεχνη προσέγγιση των επεισοδίων της σειράς. Τα Filthy Rich και Surviving R. Kelly μπορούννα συγκλονίσουν και να αφυπνίσουν με την «αλήθεια» τους, έναν μέσο τηλεθεατή που είναι εκπαιδευμένος σε σαπουνόπερες και τηλεπαιχνίδια καιο οποίος ίσως να σοκαριστεί από την είδηση του sex cult ανηλίκων που είχε εξαγοράσει ο R. Kellyήνα προβληματιστεί με την εγκληματική φύση ενός πλούσιου playboy όπως ο Epstein. Όμως η «αλήθειες» των μαρτυριών, αν και ανατριχιαστικές, είναι επιπέδου απογευματινού σόου - μια αίσθηση που ενισχύει το κακόγουστο μουσικό χαλί κάτω από τις συνεντεύξεις όσων διασώθηκαν (;). Το «δριμύ κατηγορώ» που χτίζει η αφήγησητων πλάνων αρχείου δεν ξεπερνά σε αισθητική τα ρεπορτάζ δελτίων ειδήσεων. Προφανώς, το Netflix εντόπισε ένα κενό στην καταγραφή της συνολικής κακοποίησης που ασκούσε για χρόνια ο Jeffrey Epstein και επένδυσε βιαστικά σε μιαπαραγγελιά για ένα θέμα που θα είχε σίγουρη θεαματικότητα. Καμία δομή στην ανάπτυξη και καμία αποκάλυψη σε σχέση με την πυραμίδα του recruiting. Μόνο μελό ιστορίες για τα αποπλανημένα κορίτσια και σποραδικά στοιχεία για το μοτίβοτης αποπλάνησης.

Το On the Record δείχνει το πόσο πολύ μπορεί να διαφέρει η καλλιτεχνική ματιά από την δημοσιογραφική και πως αυτές αλληλοτροφοδοτούνται για ένα ουσιαστικό διακύβευμα που, τελικά, αφορά τον θεατή. Ο φακός του ντοκιμαντέρ εστιάζει στην Drew Dixon, μια δυνατή γυναίκα που έζησε έναν εφιάλτη που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, σε οποιαδήποτε εποχή. Η Dixon ήταν ένα ταλαντούχο κορίτσι που είχε πάθος για τη μουσική βιομηχανία και ανεπτυγμένο αισθητήριο για να ανακαλύπτει ταλέντα. Αυτό της χάρισε μια αξιοζήλευτη δουλειά ως A&R στην θρυλική εταιρεία Def Jam στις αρχές της δεκαετίας του '90. Η Dixonέφερε στο προσκήνιο ταλέντα όπως ο Notorious B.I.G. και είναι υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για την επιτυχία της Mary J. Blige με τον Method Man, με τίτλο “You’re All I Need”. Η ίδια θαύμαζε τον Russell Simmons, ο οποίος χαιρετίζονταν από τη μαύρη κοινότητα ως ο «νονός της ραπ». Μέσα από διακριτικές αφηγήσεις, προσεκτικό μοντάζ και καθαρή προσέγγιση στα γεγονότα, κατανοούμε σε μεγάλο βαθμό όσα οδήγησαν στον βιασμό της άτυχης γυναίκας από τον Russell Simmons. Ερχόμαστε σε επαφή με τις μνήμες της, το τραύμα, τη συνεταιρική κακοποίηση και τον καθημερινό σεξισμό. Η Drew Dixon διαλύθηκε σωματικά και έχασε τα πάντα. Κατάφερε να αρχίσει ξανά από το μηδέν στην ανεξάρτητη δισκογραφική Arista. Εκεί διέπρεψε και πάλι,χαρίζοντας επιτυχίες στην Lauryn Hill και στον Carlos Santana. Όμως και πάλι βρέθηκε να έχει προϊστάμενο τον L.A. Reid, πρώην συνεργάτη του Russell Simmons από την εποχή της Def Jam. Ο L.A. Reid της άσκησε ψυχολογική βία με ισχυρή δόση ρεβανσισμού για λογαριασμό του Simmons. Το άστρο της Drew Dixon έσβησε ξανά, με τρόπο εξευτελιστικό.

Το ντοκιμαντέρ προσπερνάει τα χιλιοειπωμένα και την εύκολη συγκίνηση,για να ανοίξει ουσιαστικό διάλογο με τον θεατή. Εκθέτει τους αόρατους τρόπους με τους οποίους ασκείται η βία στις γυναίκες στον χώρο εργασίας. Εξετάζει την παρεμβατική δύναμη των φεμινιστικών φωνών. Ζυγίζει τον μισογυνισμό των ραπ στίχων (bitches-and-hos) σε σχέση με τον σεξισμό στη μαύρη κοινότητα. Εξετάζει τους λόγους που το θύμα έμεινε σιωπηλό για δεκαετίες ενώ δεν εκβιαζόταν. Φωτίζει τα διλήμματα ανάμεσα στην ανάγκη για αξιοπρέπεια και την αγάπη για δημιουργία. Τέλος, δίνει κάποιες ενδιαφέρουσες πάσες για την ασυλία που απολαμβάνουν πετυχημένοι μαύροι της showbiz στην κοινότητά τους. Απόδειξη αυτού; Η Oprah Winfrey απέσυρε το όνομά της από τους παραγωγούς του φιλμ. Η πίεση που άσκησε στην Winfreyη αυλή του (φίλου της) Russell Simmons και του L.A. Reid την έκαναν να αποσυρθεί για «δημιουργικές διαφορές». Είναι παράξενο το ότι η παρουσιάστρια που έκανε τόση τηλεθέαση με δακρυσμένα “thoughts & prayers” αγκαλιά με “survivors” όπως με τους κατήγορους του Michael Jackson στο Finding Neverland, εδώ την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια για να μη στεναχωρήσει κάποιους και γύρισε την πλάτη της στις αφροαμερικανίδες που υπέστησαν κακοποίηση (δεν ήταν μόνο η Dixon). Οι ιστορίες του On the Record δημοσιεύτηκαν αρχικά στους New York Times το 2017 και μέσα σε λιγότερο από δυο ώρες επικοινωνούν πολλά περισσότερα από τα προαναφερθέντα “safe” πολύωρα ντοκιμαντέρ. Kαι μάλιστα, αυτό επιτυγχάνεται με τρυφερότητα. Η πρεμιέρα της ταινίας του Kirby Dick και της Amy Ziering (έχουν υπογράψει το The Hunting Ground και το The Invisible War) έγινε στο φετινό Sundance και αν το μποϊκοτάζ των «ισχυρών» δεν το στείλει στα αζήτητα, ίσως να καταφέρει να βρει αποδέκτες σε αυτούς που κοιτάνε πέρα από τις επικεφαλίδες των clickbait άρθρων.

Πηγή