WAKE.

Ξυπνώντας τα καλλιτεχνικά ένστικτα, ο δρόμος όπως δεν τον έχετε ξαναδεί… the Yakuza way...



Ποιος είναι ο Wake και με τι ασχολείται;

Ο Wake είναι ένας θεατρικός ρόλος του Γιώργου Μπελεβεσλή, ενός ήσυχου εντεχνά αρχιτέκτονα που τις Κυριακές παρακολουθεί ποδόσφαιρο.
Το σενάριο λέει πως ο Wake γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1985 και αποφοίτησε από το τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο Βόλο. Από το 1997 ασχολείται ενεργά με το graffiti ταξιδεύοντας σε Ελλάδα και εξωτερικό και προσπαθώντας να μπολιάσει τις σπουδές του και τις επιρροές του σε όλη αυτή τη διαδικασία. Από το 2007, βαψίματα, εκθέσεις, δουλειές κι εκδρομές γίνονται υπό την ομπρέλα του crew του, τους Yakuza.

Δρόμος και design μπορούν να συναντηθούν;

Δρόμος και design συναντιούνται αλλά μάλλον δεν ανταλλάσσουν κουβέντα. Εδώ και δεκαετίες μοιάζουν να είναι συγκοινωνούντα δοχεία, με το design να προσπαθεί να απορροφήσει οτιδήποτε φρέσκο αναδύεται από τις underground υποκουλτούρες και τα μέλη του δρόμου να ψάχνουμε να τοποθετηθούμε κάπου μέσα στο χάρτη της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η πολυετής λούπα έχει δείξει πως το όποιο πρόβλημα ξεκινάει από την προχειρότητα με την οποία ο χώρος του design αποστραγγίζει την αισθητική του δρόμου μένοντας αποκλειστικά σε ένα φορμαλιστικό επίπεδο. Το ότι ένας graffiti writer που εργάζεται ως γραφίστας περνάει στοιχεία του street χαρακτήρα του στη δουλειά του μέσα από αιχμηρές γραμματοσειρές, δυναμικές συνθέσεις, wall textures και drippings δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δρόμος και design συναντήθηκαν. Ίσως να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.



Παρατηρώ μια άνοδο στο κομμάτι illustration στην Ελλάδα, χωρίς να πω και το ίδιο για τη γραφιστική. Ποια εικόνα έχεις;
Η άνοδος στο χώρο του illustration δείχνει πως υπάρχει ένας ικανός αριθμός ατόμων που την τελευταία δεκαετία πήραν ένα βρέφος και, μέσα από τις αναβαθμισμένες σπουδές, την αύξηση της διαθέσιμης βιβλιογραφίας αλλά και την προσβασιμότητα σε software και tutorials, κατάφεραν να το μεγαλώσουν. Η πρόκληση είναι το νέο αυτό πεδίο να ωριμάσει και να βρει το ρόλο του στη γραφιστική εν γένει. Η δυσκολία της γραφιστικής πηγάζει από την άμεση συνδεσιμότητά της με τη φτωχή ελληνική αγορά και εκεί μάλλον οποιαδήποτε προσμονή για άνοδο αρχίζει να ακούγεται σαν κακόγουστο ανέκδοτο.

Ποια είναι η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα στο κομμάτι design;
Η φράση «η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα» από μόνη της αρκεί για να θυμίσει το ρεαλισμό με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το πολυεπίπεδο πρόβλημα. Η έλλειψη υποδομών αλλά και το νέο φρούτο της οικονομικής κρίσης θα πρέπει να ξεπεραστούν μέσα από έναν γενικότερο και ριζικό επαναπροσδιορισμό εκ μέρους των σχεδιαστών σχετικά με το τι ακριβώς θέλουν να κάνουν. Μέχρι στιγμής δείχνουμε να έχουμε αποτύχει να συγκροτήσουμε ένα σύνολο υπό τον όρο “ελληνικό design” αφού δεν είχαμε μια κοινή συνιστώσα, ένα κοινό πεδίο. Ακόμα κι αν ο κοινός παρονομαστής είναι η οικονομική κρίση, έστω κι έτσι, υπάρχει η δυνατότητα να στρέψουμε υπέρ μας αυτή τη δυσμενή κατάσταση.



Ποια επίσης είναι η εικόνα σου για την graffiti ελληνική σκηνή;

Το ελληνικό graffiti έφτασε σε ένα πρώτο peak το 2000, όταν και τα καλύτερα crews της 1ης γενιάς (SGB, 114, WOF, SR, Heroes, Frogs κ.ά.) έκλεισαν έναν ωραίο πρώτο κύκλο. Ακολούθησε μια περίοδος επανάληψης του ίδιου μοτίβου, με τη 2η γενιά, τη δική μου, να βαδίζει σταθερά στα χνάρια των μεγαλυτέρων, μην μπορώντας ωστόσο να προτείνει κάτι καινούργιο. Η είσοδος της street art στο παιχνίδι έδωσε νέες δυνατότητες και το graffiti έδειχνε να αποκτά εκ νέου μια δυναμική. Το φαινόμενο Banksy και το απότομο ενδιαφέρον των media και των galleries για to graffiti μάς έπιασε απροετοίμαστους. Αρχίσαμε να βλέπουμε πετροδόλαρα εκεί που δεν υπάρχουν και να εγκλωβίζουμε τη δουλειά μας σε καλλιτεχνικά κλισέ περιμένοντας μια περήφανη πώληση ενός πίνακα ή τα δέκα λεπτά δημοσιότητας που τόσο δικαιούμαστε. Τελικά η μάχη έληξε άδοξα και το φρέσκο τότε trend άρχισε να κουράζει, καθώς ελάχιστοι μπόρεσαν να αλλάξουν επίπεδο.
Έχω την αίσθηση πως το ελληνικό graffiti ξεκινά έναν τρίτο κύκλο και είναι πιο ώριμο και πιο ταλαντούχο από ποτέ. Υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες με υψηλή τεχνική και πλέον ένα αρκετά καλό θεωρητικό υπόβαθρο που θα απογειώσουν όλη την ελληνική σκηνή. Προβλέπω πως οι κοινωνικές ανακατατάξεις και οι οικονομικές συνθήκες που θα ακολουθήσουν θα μας σπρώξουν ακόμα πιο δυνατά σ’ αυτό που πραγματικά αγαπάμε.

Έργα σου σε gallery;
Το graffiti από μόνο του προϋποθέτει μια προσπάθεια να επικοινωνήσεις την τέχνη σου με κάθε δυνατό τρόπο. Για μένα αυτό σημαίνει ακόμα και επικοινωνία μέσα από αντιφατικούς χώρους και εναλλακτικά μέσα, είτε μιλάμε για media είτε για μουσεία και galleries. To graffiti είναι εξ ορισμου επεκτατικό, συνεπώς και μια gallery είναι ένας ακόμα υποψήφιος χώρος. Αν κάνουμε την παραδοχή πως το graffiti χάνει αρκετή από τη δυναμική του όταν φεύγει από τη φυσική του θέση, το δρόμο, μπορούμε να εφεύρουμε μια επιπρόσθετη καλλιτεχνική πρόκληση να πλαισιώσουμε κάτι το αδάμαστο και να το βάλουμε να σταθεί επάξια σε ένα χώρο καθωσπρεπισμού.
Προσωπικά προτιμώ να παίρνω το ρίσκο να συμμετέχω σε εκθέσεις γνωρίζοντας πως πάω κόντρα στη φύση του graffiti και ρίχνοντας τα φώτα στην τεχνική, στο χρώμα και τη θεματολογία μου. Είναι διεγερτικό να εκτίθεσαι σε έναν αφιλόξενο χώρο ξέροντας πως ανά πάσα στιγμή μπορείς να επιστρέψεις στην ασφάλεια του δρόμου. Προτιμώ να είμαι μέσα στην gallery και να κρίνω από κοντά τη διαδικασία, παρά να περιμένω έξω από αυτήν ηθικολογώντας για κάτι το οποίο οφείλει να είναι ανήθικο, την τέχνη.

Συνεντεύξεις απο τα πρόσφατα αρχεία του έντυπου Platform, επειδή πολλοί τις ζήτησαν όταν είχε ήδη εξαντληθεί το τεύχος #21.






WAKE.

Ξυπνώντας τα καλλιτεχνικά ένστικτα, ο δρόμος όπως δεν τον έχετε ξαναδεί… the Yakuza way...



Ποιος είναι ο Wake και με τι ασχολείται;

Ο Wake είναι ένας θεατρικός ρόλος του Γιώργου Μπελεβεσλή, ενός ήσυχου εντεχνά αρχιτέκτονα που τις Κυριακές παρακολουθεί ποδόσφαιρο.
Το σενάριο λέει πως ο Wake γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1985 και αποφοίτησε από το τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο Βόλο. Από το 1997 ασχολείται ενεργά με το graffiti ταξιδεύοντας σε Ελλάδα και εξωτερικό και προσπαθώντας να μπολιάσει τις σπουδές του και τις επιρροές του σε όλη αυτή τη διαδικασία. Από το 2007, βαψίματα, εκθέσεις, δουλειές κι εκδρομές γίνονται υπό την ομπρέλα του crew του, τους Yakuza.

Δρόμος και design μπορούν να συναντηθούν;

Δρόμος και design συναντιούνται αλλά μάλλον δεν ανταλλάσσουν κουβέντα. Εδώ και δεκαετίες μοιάζουν να είναι συγκοινωνούντα δοχεία, με το design να προσπαθεί να απορροφήσει οτιδήποτε φρέσκο αναδύεται από τις underground υποκουλτούρες και τα μέλη του δρόμου να ψάχνουμε να τοποθετηθούμε κάπου μέσα στο χάρτη της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η πολυετής λούπα έχει δείξει πως το όποιο πρόβλημα ξεκινάει από την προχειρότητα με την οποία ο χώρος του design αποστραγγίζει την αισθητική του δρόμου μένοντας αποκλειστικά σε ένα φορμαλιστικό επίπεδο. Το ότι ένας graffiti writer που εργάζεται ως γραφίστας περνάει στοιχεία του street χαρακτήρα του στη δουλειά του μέσα από αιχμηρές γραμματοσειρές, δυναμικές συνθέσεις, wall textures και drippings δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δρόμος και design συναντήθηκαν. Ίσως να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.



Παρατηρώ μια άνοδο στο κομμάτι illustration στην Ελλάδα, χωρίς να πω και το ίδιο για τη γραφιστική. Ποια εικόνα έχεις;
Η άνοδος στο χώρο του illustration δείχνει πως υπάρχει ένας ικανός αριθμός ατόμων που την τελευταία δεκαετία πήραν ένα βρέφος και, μέσα από τις αναβαθμισμένες σπουδές, την αύξηση της διαθέσιμης βιβλιογραφίας αλλά και την προσβασιμότητα σε software και tutorials, κατάφεραν να το μεγαλώσουν. Η πρόκληση είναι το νέο αυτό πεδίο να ωριμάσει και να βρει το ρόλο του στη γραφιστική εν γένει. Η δυσκολία της γραφιστικής πηγάζει από την άμεση συνδεσιμότητά της με τη φτωχή ελληνική αγορά και εκεί μάλλον οποιαδήποτε προσμονή για άνοδο αρχίζει να ακούγεται σαν κακόγουστο ανέκδοτο.

Ποια είναι η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα στο κομμάτι design;
Η φράση «η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα» από μόνη της αρκεί για να θυμίσει το ρεαλισμό με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το πολυεπίπεδο πρόβλημα. Η έλλειψη υποδομών αλλά και το νέο φρούτο της οικονομικής κρίσης θα πρέπει να ξεπεραστούν μέσα από έναν γενικότερο και ριζικό επαναπροσδιορισμό εκ μέρους των σχεδιαστών σχετικά με το τι ακριβώς θέλουν να κάνουν. Μέχρι στιγμής δείχνουμε να έχουμε αποτύχει να συγκροτήσουμε ένα σύνολο υπό τον όρο “ελληνικό design” αφού δεν είχαμε μια κοινή συνιστώσα, ένα κοινό πεδίο. Ακόμα κι αν ο κοινός παρονομαστής είναι η οικονομική κρίση, έστω κι έτσι, υπάρχει η δυνατότητα να στρέψουμε υπέρ μας αυτή τη δυσμενή κατάσταση.



Ποια επίσης είναι η εικόνα σου για την graffiti ελληνική σκηνή;

Το ελληνικό graffiti έφτασε σε ένα πρώτο peak το 2000, όταν και τα καλύτερα crews της 1ης γενιάς (SGB, 114, WOF, SR, Heroes, Frogs κ.ά.) έκλεισαν έναν ωραίο πρώτο κύκλο. Ακολούθησε μια περίοδος επανάληψης του ίδιου μοτίβου, με τη 2η γενιά, τη δική μου, να βαδίζει σταθερά στα χνάρια των μεγαλυτέρων, μην μπορώντας ωστόσο να προτείνει κάτι καινούργιο. Η είσοδος της street art στο παιχνίδι έδωσε νέες δυνατότητες και το graffiti έδειχνε να αποκτά εκ νέου μια δυναμική. Το φαινόμενο Banksy και το απότομο ενδιαφέρον των media και των galleries για to graffiti μάς έπιασε απροετοίμαστους. Αρχίσαμε να βλέπουμε πετροδόλαρα εκεί που δεν υπάρχουν και να εγκλωβίζουμε τη δουλειά μας σε καλλιτεχνικά κλισέ περιμένοντας μια περήφανη πώληση ενός πίνακα ή τα δέκα λεπτά δημοσιότητας που τόσο δικαιούμαστε. Τελικά η μάχη έληξε άδοξα και το φρέσκο τότε trend άρχισε να κουράζει, καθώς ελάχιστοι μπόρεσαν να αλλάξουν επίπεδο.
Έχω την αίσθηση πως το ελληνικό graffiti ξεκινά έναν τρίτο κύκλο και είναι πιο ώριμο και πιο ταλαντούχο από ποτέ. Υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες με υψηλή τεχνική και πλέον ένα αρκετά καλό θεωρητικό υπόβαθρο που θα απογειώσουν όλη την ελληνική σκηνή. Προβλέπω πως οι κοινωνικές ανακατατάξεις και οι οικονομικές συνθήκες που θα ακολουθήσουν θα μας σπρώξουν ακόμα πιο δυνατά σ’ αυτό που πραγματικά αγαπάμε.

Έργα σου σε gallery;
Το graffiti από μόνο του προϋποθέτει μια προσπάθεια να επικοινωνήσεις την τέχνη σου με κάθε δυνατό τρόπο. Για μένα αυτό σημαίνει ακόμα και επικοινωνία μέσα από αντιφατικούς χώρους και εναλλακτικά μέσα, είτε μιλάμε για media είτε για μουσεία και galleries. To graffiti είναι εξ ορισμου επεκτατικό, συνεπώς και μια gallery είναι ένας ακόμα υποψήφιος χώρος. Αν κάνουμε την παραδοχή πως το graffiti χάνει αρκετή από τη δυναμική του όταν φεύγει από τη φυσική του θέση, το δρόμο, μπορούμε να εφεύρουμε μια επιπρόσθετη καλλιτεχνική πρόκληση να πλαισιώσουμε κάτι το αδάμαστο και να το βάλουμε να σταθεί επάξια σε ένα χώρο καθωσπρεπισμού.
Προσωπικά προτιμώ να παίρνω το ρίσκο να συμμετέχω σε εκθέσεις γνωρίζοντας πως πάω κόντρα στη φύση του graffiti και ρίχνοντας τα φώτα στην τεχνική, στο χρώμα και τη θεματολογία μου. Είναι διεγερτικό να εκτίθεσαι σε έναν αφιλόξενο χώρο ξέροντας πως ανά πάσα στιγμή μπορείς να επιστρέψεις στην ασφάλεια του δρόμου. Προτιμώ να είμαι μέσα στην gallery και να κρίνω από κοντά τη διαδικασία, παρά να περιμένω έξω από αυτήν ηθικολογώντας για κάτι το οποίο οφείλει να είναι ανήθικο, την τέχνη.

Συνεντεύξεις απο τα πρόσφατα αρχεία του έντυπου Platform, επειδή πολλοί τις ζήτησαν όταν είχε ήδη εξαντληθεί το τεύχος #21.