Πριν το box office και τα sequel, μια οικογένεια έζησε τον τρόμο εκτός κινηματογράφου και κανείς δεν ξέρει ακόμα τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ.
Τι θα έλεγες αν σου έλεγα ότι το The Conjuring δεν είναι απλώς καμιά τερατώδης φαντασία, αλλά βασίζεται σε εμπειρίες μιας κανονικής οικογένειας που ζούσε σε ένα αγροτόσπιτο και έζησε τον τρόμο μέσα στο ίδιο της το σπίτι; Αυτή είναι η ιστορία των Perron, που έγινε ταινία τρόμου και μάλιστα αρκετά scary, ακόμα και αν είσαι μυημένος στα θρίλερ.
Ποιοι είναι οι Perron
Η πρώτη ταινία Conjuring , η οποία σύστησε στο κοινό τους Ed και Lorraine Warren, μιλούσε για μια υπόθεση που αφορούσε την οικογένεια Perron. Το 1971, ο Roger (τον οποίο υποδύεται ο Ron Livingston) και η Carolyn Perron (Lili Taylor) μετακόμισαν σε ένα αγρόκτημα στο Ρόουντ Άιλαντ με τις πέντε κόρες τους, την Andrea (Shanley Caswell), τη Nancy (Hayley McFarland), την Christine (Joey King), τη Cindy (Mackenzie Foy) και την April (Kyla Deaver). Εκεί, βίωσαν περίεργα πράγματα, όπως το να ακούν θορύβους και να μυρίζουν μια έντονη οσμή.
Αφού οι Warren άκουσαν για όσα συνέβαιναν μέσω άλλων ερευνητών, πήγαν στο σπίτι τους και φέρεται να διεξήγαγαν μια συνεδρία, τις λεγόμενες και σεάνς, αλλά στην ταινία, απεικονίζεται περισσότερο σαν εξορκισμός. Η πραγματική Andrea είπε στην USA Today το 2013 τι ισχυρίζεται ότι έχει δει. «Η μητέρα μου άρχισε να μιλάει μια γλώσσα που δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο με μια φωνή που δεν ήταν δική της. Η καρέκλα της αιωρήθηκε και την πέταξαν στην άλλη άκρη του δωματίου», είπε. Η οικογένεια Perron αργότερα μετακόμισε από το σπίτι το 1980. Οι κόρες της οικογένειας έλεγαν ότι κάποια φαντάσματα ήταν περισσότερο φιλικά και έβλεπαν σκιές παιδιών να παίζουν, ένα πνεύμα που τις χαιρετούσε, μια γυναίκα που «φύλαγε» το σπίτι αλλά υπήρχαν και κακά πνεύματα, πιο επιθετικά.
Όσο περνούσε ο καιρός, τα πράγματα έγιναν πιο έντονα: οι μυρωδιές του σαπισμένου κρέατος, τα κρεβάτια που σηκώνονταν, τα κοριτσάκια που ξυπνούσαν από μόνα τους, η μητέρα Carolyn που άλλαζε γλώσσες και εμφάνιση, σαν να μην ήταν πια αυτή που ήξεραν. Η πιο πολυσυζητημένη φιγούρα είναι η «Bathsheba Sherman», η οποία στη ταινία παρουσιάζεται ως κακή μάγισσα/πνεύμα που προκαλεί όλα τα δεινά. Οι Perron υποστηρίζουν ότι υπήρχε τέτοια ιστορία, αλλά υπάρχει μεγάλη αμφιβολία για το ποια ακριβώς ήταν η Bathsheba, αν έκανε ό,τι της αποδίδεται, και πόσο μέρος από τη ταινία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η ζωή μετά και πόσο πραγματική είναι η ταινία
Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι είναι ότι η οικογένεια Perron έζησε στο σπίτι σχεδόν για δέκα χρόνια (μέχρι περίπου 1980) πριν φύγουν. Δεν ήταν κάτι που κράτησε λίγες μέρες ή εβδομάδες στην πραγματικότητα. Η Andrea Perron έχει τονίσει ότι περίπου το 5% της ταινίας είναι αλήθεια και πως τα υπόλοιπα είναι δραματουργία, κινηματογραφική υπερβολή και υπάρχουν στοιχεία φόβου ώστε να πουλήσει καλύτερα και περισσότερο.
Γιατί τα φαντάσματα «πουλάνε» τόσο πολύ
Το λογικό ερώτημα είναι γιατί όλος αυτός ο τρόμος; Γιατί να πιστεύεις σε κάτι που δε φαίνεται με γυμνό μάτι; Πολλοί θα πουν πως είναι το άγνωστο, και ότι το ανθρώπινο μυαλό προσπαθεί να εξηγήσει το ανεξήγητο, όταν η επιστήμη δεν έχει απάντηση, το μυαλό γεμίζει με ιστορίες, φόβο και φαντασία. Οι Perron είπαν ότι η οικογένεια ήταν κουρασμένη, αγχωμένη, φοβισμένη, και ότι έχασαν την αίσθηση της κανονικής ζωής μέσα στο σπίτι — οι επιθέσεις, οι μυρωδιές, οι φωνές, τα ξεκλείδωτα δωμάτια, οι σκιές — όλα αυτά έγιναν μέρος της καθημερινότητάς τους.
Το The Conjuring είναι μία τρομαχτική ταινία, αλλά μην νομίζεις ότι βλέπεις έναν καθρέφτη της πραγματικότητας. Υπάρχει πολύς θόρυβος πολλά στοιχεία που βγήκαν στην επιφάνεια για το σασπένς, και όχι δεν έγιναν απαραίτητα όπως τα βλέπεις τα πράγματα. Αν σ’ αρέσουν οι ιστορίες φαντασμάτων και μεταφυσικού, αυτή τα έχει όλα, πνεύματα, δαίμονες, σεάνς, μυστηριώδεις μυρωδιές, σιωπηλά πλάσματα. Αλλά είναι καλό να κρατάς την ισορροπία ανάμεσα στην πίστη/θρησκεία, τη ψυχολογία, και τη πραγματικότητα. Δεν είναι λίγες οι φορές που μύθοι ή φήμες έγιναν πιο δυνατές από την ίδια την εμπειρία.
Στο τέλος, η ιστορία των Perron δείχνει κάτι από μας, δηλαδή ότι όλοι έχουμε φόβους, φαντασία, στιγμές που η πραγματικότητα μοιάζει πιο τρομακτική από την ταινία. Και κάπου εκεί παίζει μεγάλο ρόλο το πόσο πιστεύεις σ’ εκείνες τις ιστορίες.