Πίσω από τα «καλά» νούμερα της οικονομίας κρύβεται μια γενιά εγκλωβισμένη ανάμεσα σε αλγόριθμους, αυτοματοποιημένες συνεντεύξεις και εργοδότες που σιωπούν.
Παρά τα εντυπωσιακά στατιστικά για την απασχόληση και την ανάπτυξη, η αγορά εργασίας σήμερα θυμίζει ναρκοπέδιο παρά πεδίο ευκαιριών. Οι υποψήφιοι στέλνουν εκατοντάδες βιογραφικά, χωρίς να παίρνουν σχεδόν ποτέ απάντηση, οι αλγόριθμοι αντικαθιστούν τους ανθρώπινους που ήταν υπεύθυνοι για να αξιολογούν τους υποψήφιους και η αναζήτηση εργασίας μετατρέπεται σε μια εξαντλητική διαδικασία χωρίς τέλος. Το άρθρο της Annie Lowrey στο The Atlantic, με τίτλο «The Job Market Is Hell», καταγράφει αυτό το σκοτεινό τοπίο και μας παρουσιάζει μια νέα πραγματικότητα που μοιάζει όλο και περισσότερο με κόλαση για όσους ψάχνουν δουλειά.
Η ιστορία του Harris είναι ένα μικρό παράδειγμα του μεγάλου προβλήματος
Η αφήγηση του άρθρου ξεκινά με τον Harris, ο οποίος αρχίσε να ψάχνει για την πρώτη του «σοβαρή» δουλειά πριν ακόμα αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο. Παρά το βιογραφικό του, που θεωρούσε ισχυρό, καθώς είχε τα προσόντα όπως: πρακτική άσκηση, εθελοντισμό, καλούς βαθμούς και συστατικές επιστολές, ο ίδιος αντιμετώπισε το απόλυτο φάσμα της αδιαφορίας, έκανε 200 αιτήσεις για δουλειά και δεν πήρε καμία απάντηση. Ο Harris δεν είναι εξαίρεση και δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην Αμερική, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ευρύτερου φαινομένου που το ζούνε καθημερινά οι άνθρωποι παγκοσμίως στην αναζήτηση τους για εργασία. Πολλοί από τους ανθρώπους που αναζητούν δουλειά βρίσκονται «στον αέρα», στέλνουν τα βιογραφικά τους, που φαίνεται να χάνονται σε ένα ψηφιακό κενό.
Τα στατιστικά
Παρά τα θετικά στοιχεία που παρουσιάζονται σχετικά με τη μείωση της ανεργίας, αλλά και τα θετικά στοιχεία των εταιρειών με ισχυρά εταιρικά κέρδη, υπάρχει ένα πάγωμα στην πρόσληψη νέου προσωπικού. Όπως αναφέρει η δημοσιογράφος του Atlantic, η αύξηση των προσλήψεων έχει μειωθεί, ενώ πριν προστίθενται 4–5 άτομα ανά 100 υπαλλήλους κάθε μήνα, τώρα προστίθενται μόλις 3. Επιπλέον, οι εταιρίες κρατούν στάση αναμονής παρά τις θέσεις που προωθούνται και δεν προχωρούν σε νέες προσλήψεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι υποψήφιοι παραμένουν σε μέσο όρο 10 εβδομάδες στην αναζήτηση στην αγορά εργασίας, περίπου δύο εβδομάδες παραπάνω απ’ ό,τι παλαιότερα.
Παράλληλα, το ποσοστό των εργαζομένων που παραιτούνται πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας, εξαιτίας του φόβου για την οικονομική αστάθεια και αβεβαιότητα. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η κρίση πλήττει ιδιαίτερα τις αδύναμες ομάδες όπως είναι οι νέοι κάτω των 24 ετών.
Η τεχνολογία και ο ανθρώπινος παράγοντας
Μια από τις βασικές αιτίες αυτής της κρίσης είναι η εισβολή της τεχνητής νοημοσύνης και των αλγορίθμων στη διαδικασία της πρόσληψης. Οι εργοδότες υιοθετούν αυτοματοποιημένα συστήματα που δημιουργούν αγγελίες, φιλτράρουν βιογραφικά, προγραμματίζουν συνεντεύξεις και αξιολογούν υποψηφίους. Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις όπου η «συνέντευξη» διεξάγεται από avatar ή chatbot, με χρήση τεχνητής φωνής και ανάλυσης της «διάθεσης» του υποψηφίου.
Αυτή η αυτοματοποίηση επιδεινώνει το αίσθημα ότι οι αιτήσεις «χάνονται στο κενό». Οι υποψήφιοι, για να αντιμετωπίσουν αυτήν τη δυσκολία, στρέφονται σε εργαλεία όπως το ChatGPT, ώστε να βελτιώσουν το ύφος και τη δομή του βιογραφικού ή των συνοδευτικών σημειωμάτων τους με την ελπίδα να ξεχωρίσουν, όντας πιο κοντά στη γλώσσα του συνομιλητή τους. Με αυτόν τον τρόπο χτίζεται ένας φαύλος κύκλος και οι περισσότεροι αιτούντες χρησιμοποιούν AI για να παράγουν επαγγελματικά κείμενα, και ως απάντηση οι εργοδότες εντείνουν τη χρήση φίλτρων και αλγορίθμων, κάνοντάς τους σχεδόν αόρατους. Οι άνθρωποι που αναζητούν εργασία φτιάχνουν Ai βιογραφικά, που τα επεξεργάζεται Ai τεχνολογία και το αποτέλεσμα είναι καμία ανθρώπινη επαφή και αξιολόγηση και καμία πρόσληψη.
Τι μπορούν να κάνουν οι εργαζόμενοι
Σε ένα τόσο δυσμενές περιβάλλον, ποιες στρατηγικές απομένουν και τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι που αναζητούν εργασία; Σύμφωνα με το άρθρο το παλιό καλό παραδοσιακό networking, δηλαδή με επαφές μέσω γνωστών, πρώην συμφοιτητών ή εργοδοτών, προσέγγιση σε recruiters από κοντά, συμμετοχή σε εκδηλώσεις και συνέδρια.
Σε ότι αφορά στην αντιμετώπισή τους, ορισμένοι υποψήφιοι δηλώνουν ότι ακόμη και ένα «όχι» θα ήταν καλύτερο από την απόλυτη σιωπή. Αν δεν αλλάξει η συνολική στάση της αγοράς, εκατομμύρια αιτήσεις θα συνεχίσουν να «ρίχνονται» σε αυτό το ψηφιακό κενό που εν τέλει δεν είναι χρήσιμο για κανέναν και δεν αποδίδει τα επιθυμητά αποτελέσματά.
Το άρθρο του The Atlantic δεν περιγράφει απλώς μια παροδική δυσκολία αντίθετα αποκαλύπτει μια δομική μετάλλαξη στην αγορά εργασίας, εκεί όπου πριν υπήρχαν ενδιάμεσοι άνθρωποι (HR, recruiters) που αξιολογούσαν υποψηφίους, τώρα κυριαρχούν οι αλγόριθμοι και τα φίλτρα.
Αλλά αυτό δεν είναι μόνο θέμα τεχνολογίας, είναι και ζήτημα ισορροπίας δύναμης. Όταν οι υποψήφιοι δε λαμβάνουν καμία ανατροφοδότηση, νιώθουν αποξενωμένοι από το σύστημα. Όταν οι εργοδότες λαμβάνουν εκατοντάδες «ιδανικές» απαντήσεις, δεν υποχρεούνται να εξετάσουν καμία από αυτές ανθρώπινα και αντικειμενικά. Η «κόλαση της αγοράς εργασίας», όπως την περιγράφει η Lowrey, είναι αποτέλεσμα συνδυασμού τεχνολογικών εργαλείων, υπερδιόγκωσης των επιλογών των εταιρειών και της ψυχολογικής πίεσης στους υποψηφίους. Η έξοδος από αυτή την κατάσταση απαιτεί όχι μόνο στρατηγικές ατομικές, αλλά και αλλαγές σε επίπεδο εταιρειών και πιθανόν κρατικών παρεμβάσεων.
Το εργασιακό μέλλον διαγράφεται ιδιαιτέρως σκοτεινό και χαμένο ανάμεσα σε ανθρώπους, τεχνητή νοημοσύνη και αλγόριθμους που όλα μαζί προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον αναζήτησης ανθρώπινου δυναμικού, χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα.