Από το burnout στην ανάγκη για αληθινή ξεκούραση.


 

Η παραγωγικότητα έχει γίνει σχεδόν θρησκεία. Μια αθόρυβη, απαιτητική πίστη που απαιτεί διαρκή λατρεία: λίστες με tasks, εφαρμογές που μετρούν κάθε λεπτό συγκέντρωσης, προγράμματα που δεσμεύουν τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα σαν να ήταν κι αυτά “εργάσιμα”. Αν κάποτε η αξία του ανθρώπου μετριόταν από την προσπάθεια, σήμερα μετριέται από τον αριθμό όσων προλαβαίνει. Μία ολόκληρη γενιά, ίσως η πιο μορφωμένη, η πιο ψηφιακά επιδέξια, η πιο "συνδεδεμένη" βρέθηκε να είναι και η πιο εξαντλημένη

Η κουλτούρα της συνεχούς απόδοσης, του self-improvement, των productivity hacks και των KPI της καθημερινότητας έχει ένα κόστος που πλέον δεν κρύβεται: λέγεται burnout. Δε μοιάζει με την κούραση των προηγούμενων δεκαετιών. Είναι βαθύτερο, πιο υπαρξιακό. Είναι η κόπωση του να κυνηγάς ένα ιδανικό που μετακινείται συνεχώς, το άγχος του να μην υστερείς ποτέ, ακόμη κι όταν όλοι γύρω σου προσποιούνται ότι "τα προλαβαίνουν όλα". Είναι η εξουθένωση του να προσπαθείς να ζήσεις μια ζωή που μοιάζει με project. 

Το burnout προέκυψε και από την υπερβολή των προσδοκιών. Η γενιά που μεγάλωσε με το «μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις» κατέληξε να νιώθει ότι οφείλει να γίνει… τα πάντα. Να είναι δημιουργική, ευγενική, κοινωνική, επιτυχημένη, παρούσα, ενήμερη, γυμνασμένη, ενημερωμένη, ήρεμη αλλά και παραγωγική, αποδοτική αλλά και ισορροπημένη. Μια ασταμάτητη αντίφαση που φθείρει σιωπηλά

Η νέα αυτή συνθήκη αφορά την απώλεια προσανατολισμού. Είναι η στιγμή που ο οργανισμός και το μυαλό αντιδρούν στο μόνιμο "πρέπει", που η ταχύτητα της εποχής δεν βρίσκει πια έδαφος να πατήσει, που το σώμα αρνείται να συνεχίσει έναν ρυθμό που δεν του ανήκει και ίσως γι’ αυτό σε αντίθεση με τις παλιότερες γενιές που έβλεπαν την ξεκούραση ως “διάλειμμα”, η σημερινή τη βλέπει ως ανάγκη επιβίωσης. 

Η κουλτούρα της υπερπαραγωγικότητας, του hustle, του "μη σταματάς ποτέ" ξεθωριάζει. Οι άνθρωποι αρχίζουν να παραδέχονται ότι κουράστηκαν. Ότι δεν γίνεται η ζωή να μετριέται μόνο σε εξόδους excel. Ότι η ηρεμία δεν είναι πολυτέλεια αλλά προϋπόθεση.Ένα νέο λεξιλόγιο μπαίνει στη δημόσια συζήτηση: slow living, rest ethic, downtime, ψηφιακή αποτοξίνωση. 

Πιθανότατα η πιο κρίσιμη μετατόπιση είναι αυτή: η ξεκούραση δεν είναι ανταμοιβή για την παραγωγικότητα, είναι προϋπόθεση της ανθρώπινης ύπαρξης κι όταν το καταλάβεις αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τον κόσμο. Δεν είναι πλέον αγώνας δρόμου, είναι διαδρομή. Δεν είναι project, είναι ζωή. 

Η γενιά που κουράστηκε να είναι παραγωγική, είναι μια γενιά που αρχίζει να αντιλαμβάνεται το όριο ως σοφία. Καταλαβαίνει ότι το να σταματήσεις δεν σημαίνει ότι απέτυχες, σημαίνει ότι αναπνέεις. Αναζητά όχι απλώς ανάπαυση, αλλά ουσιαστική αποκατάσταση, δηλαδή αυτή που επαναφέρει το σώμα, ησυχάζει τον νου και επιτρέπει στον άνθρωπο να ξαναβρεί τον εαυτό του χωρίς την πίεση της διαρκούς απόδοσης.