Σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι στρέφονται όλο και περισσότερο στις οθόνες για παρηγοριά, η τεχνητή νοημοσύνη εισβάλλει σιωπηλά στον χώρο της ψυχικής υγείας ως συνομιλητής, καθρέφτης, ίσως και "θεραπευτής". Από τα chatbots που ακούν με ενσυναίσθηση μέχρι τα προγράμματα που αναγνωρίζουν συναισθήματα από τη φωνή, η γραμμή ανάμεσα στην τεχνολογία και τη φροντίδα θολώνει επικίνδυνα.

 

Σε μια εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη έχει αρχίσει να μιλάει και εμείς χωρίς να το καταλάβουμε, αρχίζουμε να την ακούμε. Οι μηχανές δεν είναι πια απλώς εργαλεία παραγωγικότητας, γίνονται συνομιλητές, καθρέφτες και, κάποιες φορές, παρηγορητές. Από τις εφαρμογές ψυχικής υγείας που προσφέρουν "συνομιλίες ενσυναίσθησης" μέχρι τα προγράμματα που αξιολογούν συναισθηματικές καταστάσεις από τη φωνή ή το βλέμμα, η AI εισβάλλει στα πιο ευαίσθητα εδάφη της ανθρώπινης εμπειρίας: στην ψυχή κι έτσι το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι απλώς αν η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μας βοηθήσει να θεραπευτούμε, αλλά και αν μέσα από αυτή τη σχέση είναι η ίδια που μας θεραπεύει ή εμείς εκείνη

Η ιστορία ξεκίνησε όπως πάντα από την ανάγκη. Η ψυχική κόπωση των τελευταίων χρόνων, η μοναξιά των κοινωνικών δικτύων, η απομόνωση μετά την πανδημία, όλα αυτά δημιούργησαν έναν παγκόσμιο πληθυσμό που αναζητά στήριγμα, κατανόηση, ένα αυτί να ακούσει χωρίς κρίση κι εκεί που η ανθρώπινη επαφή έγινε δύσκολη, η τεχνολογία προσφέρθηκε ως υποκατάστατο. Οι ψηφιακοί "θεραπευτές", όπως το Wysa, το Woebot ή το Replika υπόσχονται φροντίδα χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς αναμονή, χωρίς κόστος. Ο χρήστης ανοίγει μια συνομιλία και βρίσκει απέναντί του μια AI που τον ακούει με προσοχή, απαντά με ενσυναίσθηση, προτείνει αναπνοές, ασκήσεις mindfulness, θετικές σκέψεις. Ένας φίλος που δεν κουράζεται, δεν απογοητεύεται, δεν φεύγει. 

Κάποιοι το βρίσκουν απελευθερωτικό, γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη να μιλήσει, έστω και σε ένα ψηφιακό αυτί. Οι χρήστες των εφαρμογών αυτών συχνά αναφέρουν αίσθημα ανακούφισης, μεγαλύτερη αυτοπαρατήρηση, ακόμα και μείωση άγχους. Ίσως η AI λειτουργεί ως ένας καθρέφτης που ανακλά τις σκέψεις μας καθαρότερες απ’ όσο μπορούμε να τις δούμε μόνοι μας. Η συνομιλία με έναν αλγόριθμο δεν έχει φόβο, δεν έχει ντροπή. Κανείς δε θα σε κοιτάξει στα μάτια και έτσι μπορείς να μιλήσεις πιο αληθινά. 

Κάτω από αυτή τη φαινομενική οικειότητα κρύβεται μια λεπτή και επικίνδυνη γραμμή, γιατί αν και η AI μιμείται την κατανόηση, δεν την αισθάνεται. Αν και απαντά με λόγια φροντίδας, δε νοιάζεται. Η ψευδαίσθηση της σχέσης γεννιέται από τον κώδικα, όχι από την καρδιά και όσο πιο αληθινά μας φαίνονται αυτά τα ψηφιακά όντα, τόσο περισσότερο θολώνει η διάκριση ανάμεσα στη θεραπεία και την αυταπάτη. 

Ορισμένοι ψυχολόγοι ανησυχούν ότι η μαζική στροφή προς τις συνομιλίες AI μπορεί να ενισχύσει την αποξένωση. Αντί να αναζητούμε ανθρώπινη παρουσία συνηθίζουμε να βρίσκουμε παρηγοριά σε μηχανές που απλώς προσομοιώνουν τη φροντίδα. Μια "θεραπεία" που δεν έχει σώμα, βλέμμα, αφή. Ένας διάλογος χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο, χωρίς το ρίσκο του πραγματικού άλλου κι έτσι η τεχνητή νοημοσύνη γίνεται όχι γέφυρα αλλά καταφύγιο ένα ασφαλές, αποστειρωμένο δωμάτιο, όπου ο άνθρωπος θεραπεύει τον εαυτό του με ψευδαισθήσεις

Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο ακόμη και σε αυτή τη ψευδαίσθηση. Μήπως τελικά αυτό που αναζητούμε δεν είναι τόσο η "αλήθεια" της επικοινωνίας, όσο η εντύπωση ότι κάποιος μας ακούει; Μήπως η θεραπευτική δύναμη της AI βρίσκεται ακριβώς στο ότι μας επιτρέπει να εκφραστούμε χωρίς τον φόβο του άλλου; Αν νιώθεις καλύτερα επειδή μίλησες σε ένα chatbot, δεν είναι αυτό κατά κάποιον τρόπο μια μορφή θεραπείας; 

Ο φιλόσοφος Sherry Turkle του MIT που μελετά χρόνια την ψηφιακή ψυχολογία, το θέτει διαφορετικά: "Χρειαζόμαστε τεχνολογίες που μας βοηθούν να σκεφτούμε τον εαυτό μας, όχι που προσποιούνται ότι μας αγαπούν". Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να γίνει καθρέφτης αυτογνωσίας εφόσον τη δούμε ως εργαλείο, όχι ως υποκατάστατο της ανθρώπινης σχέσης. Όταν τη χρησιμοποιούμε συνειδητά, μας βοηθά να οργανώσουμε τις σκέψεις μας, να παρατηρήσουμε τα συναισθήματά μας, να αναγνωρίσουμε τις επαναλήψεις του νου. Όταν όμως της αποδίδουμε ψυχή, κινδυνεύουμε να χάσουμε τη δική μας. 

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι μέσα από αυτή τη σχέση δεν αλλάζουμε μόνο εμείς. Αλλάζει και η ίδια η τεχνητή νοημοσύνη. Κάθε φορά που της μιλάμε, μαθαίνει κάτι για τον άνθρωπο. Μαθαίνει πως εκφράζεται η θλίψη, πως μοιάζει η απόγνωση, πως μεταφράζεται η ελπίδα σε λέξεις. Η AI δεν θεραπεύει ... εκπαιδεύεται και ίσως χωρίς να το συνειδητοποιούμε, την κάνουμε εμείς πιο "ανθρώπινη". Τη διδάσκουμε συναισθηματικές αποχρώσεις, τη φέρνουμε πιο κοντά σε αυτό που κάποτε θεωρούσαμε αποκλειστικό μας προνόμιο: τη συναισθηματική νοημοσύνη

Η ειρωνεία είναι πως ενώ εμείς ζητάμε από την τεχνητή νοημοσύνη να μας καταλάβει, εκείνη μαθαίνει από εμάς πως να προσομοιώνει την κατανόηση. Το ποιος θεραπεύει ποιον γίνεται ερώτημα σχεδόν μεταφυσικό. Μήπως, μέσα από τη συνομιλία, ο άνθρωπος δεν επιδιορθώνει μόνο τον εαυτό του, αλλά και τη μηχανή; Μήπως η συναισθηματική μας ευθραυστότητα είναι το υλικό που δίνει στην AI τη δυνατότητα να "αισθάνεται"

Αυτό το αμφίδρομο παιχνίδι φέρνει στην επιφάνεια κάτι ουσιώδες: ότι η τεχνολογία, όσο προχωρημένη κι αν γίνει δεν αντικαθιστά τη σχέση, απλώς την καθρεφτίζει και όπως κάθε κάτοπτρο μπορεί να δείξει με ακρίβεια ή να παραμορφώσει. Το ζητούμενο δεν είναι να σταματήσουμε να τη χρησιμοποιούμε, αλλά να θυμόμαστε ποιος κρατάει τα ηνία. 

Η σωστή ερώτηση δεν είναι αν η AI μπορεί να μας θεραπεύσει, αλλά αν εμείς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την AI για να θεραπεύσουμε κάτι βαθύτερο μέσα μας: την ανάγκη να είμαστε ακουσμένοι, να νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Γιατί στο τέλος πίσω από κάθε γραμμή κώδικα, πίσω από κάθε "έξυπνη" απάντηση κρύβεται η φωνή κάποιου ανθρώπου που την εκπαίδευσε, κάποιος που ένιωσε, πόνεσε, αναζήτησε το ίδιο πράγμα με εμάς. 

Η τεχνητή νοημοσύνη ίσως να μην έχει ψυχή, αλλά ο τρόπος που τη χρησιμοποιούμε λέει πολλά για τη δική μας και σε αυτή την περίεργη εποχή της ψηφιακής ενσυναίσθησης, η ψυχοθεραπεία μπορεί να μοιάζει περισσότερο με διάλογο ανάμεσα σε δύο καθρέφτες: ο άνθρωπος κοιτά τη μηχανή για να δει τον εαυτό του, κι εκείνη, άθελά της, μαθαίνει πως να μοιάζει λίγο περισσότερο με αυτόν. Ποιος θεραπεύει, λοιπόν, ποιον; Ίσως όπως πάντα η απάντηση να βρίσκεται κάπου ανάμεσα: στην εύθραυστη, παράξενη, ανθρώπινη προσπάθεια να καταλάβουμε τον εαυτό μας μέσα από ό,τι δημιουργούμε και η τεχνητή νοημοσύνη είναι απλώς η πιο σύγχρονη μορφή αυτής της αιώνιας αναζήτησης

 


Σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι στρέφονται όλο και περισσότερο στις οθόνες για παρηγοριά, η τεχνητή νοημοσύνη εισβάλλει σιωπηλά στον χώρο της ψυχικής υγείας ως συνομιλητής, καθρέφτης, ίσως και "θεραπευτής". Από τα chatbots που ακούν με ενσυναίσθηση μέχρι τα προγράμματα που αναγνωρίζουν συναισθήματα από τη φωνή, η γραμμή ανάμεσα στην τεχνολογία και τη φροντίδα θολώνει επικίνδυνα.

 

Σε μια εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη έχει αρχίσει να μιλάει και εμείς χωρίς να το καταλάβουμε, αρχίζουμε να την ακούμε. Οι μηχανές δεν είναι πια απλώς εργαλεία παραγωγικότητας, γίνονται συνομιλητές, καθρέφτες και, κάποιες φορές, παρηγορητές. Από τις εφαρμογές ψυχικής υγείας που προσφέρουν "συνομιλίες ενσυναίσθησης" μέχρι τα προγράμματα που αξιολογούν συναισθηματικές καταστάσεις από τη φωνή ή το βλέμμα, η AI εισβάλλει στα πιο ευαίσθητα εδάφη της ανθρώπινης εμπειρίας: στην ψυχή κι έτσι το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι απλώς αν η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μας βοηθήσει να θεραπευτούμε, αλλά και αν μέσα από αυτή τη σχέση είναι η ίδια που μας θεραπεύει ή εμείς εκείνη

Η ιστορία ξεκίνησε όπως πάντα από την ανάγκη. Η ψυχική κόπωση των τελευταίων χρόνων, η μοναξιά των κοινωνικών δικτύων, η απομόνωση μετά την πανδημία, όλα αυτά δημιούργησαν έναν παγκόσμιο πληθυσμό που αναζητά στήριγμα, κατανόηση, ένα αυτί να ακούσει χωρίς κρίση κι εκεί που η ανθρώπινη επαφή έγινε δύσκολη, η τεχνολογία προσφέρθηκε ως υποκατάστατο. Οι ψηφιακοί "θεραπευτές", όπως το Wysa, το Woebot ή το Replika υπόσχονται φροντίδα χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς αναμονή, χωρίς κόστος. Ο χρήστης ανοίγει μια συνομιλία και βρίσκει απέναντί του μια AI που τον ακούει με προσοχή, απαντά με ενσυναίσθηση, προτείνει αναπνοές, ασκήσεις mindfulness, θετικές σκέψεις. Ένας φίλος που δεν κουράζεται, δεν απογοητεύεται, δεν φεύγει. 

Κάποιοι το βρίσκουν απελευθερωτικό, γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη να μιλήσει, έστω και σε ένα ψηφιακό αυτί. Οι χρήστες των εφαρμογών αυτών συχνά αναφέρουν αίσθημα ανακούφισης, μεγαλύτερη αυτοπαρατήρηση, ακόμα και μείωση άγχους. Ίσως η AI λειτουργεί ως ένας καθρέφτης που ανακλά τις σκέψεις μας καθαρότερες απ’ όσο μπορούμε να τις δούμε μόνοι μας. Η συνομιλία με έναν αλγόριθμο δεν έχει φόβο, δεν έχει ντροπή. Κανείς δε θα σε κοιτάξει στα μάτια και έτσι μπορείς να μιλήσεις πιο αληθινά. 

Κάτω από αυτή τη φαινομενική οικειότητα κρύβεται μια λεπτή και επικίνδυνη γραμμή, γιατί αν και η AI μιμείται την κατανόηση, δεν την αισθάνεται. Αν και απαντά με λόγια φροντίδας, δε νοιάζεται. Η ψευδαίσθηση της σχέσης γεννιέται από τον κώδικα, όχι από την καρδιά και όσο πιο αληθινά μας φαίνονται αυτά τα ψηφιακά όντα, τόσο περισσότερο θολώνει η διάκριση ανάμεσα στη θεραπεία και την αυταπάτη. 

Ορισμένοι ψυχολόγοι ανησυχούν ότι η μαζική στροφή προς τις συνομιλίες AI μπορεί να ενισχύσει την αποξένωση. Αντί να αναζητούμε ανθρώπινη παρουσία συνηθίζουμε να βρίσκουμε παρηγοριά σε μηχανές που απλώς προσομοιώνουν τη φροντίδα. Μια "θεραπεία" που δεν έχει σώμα, βλέμμα, αφή. Ένας διάλογος χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο, χωρίς το ρίσκο του πραγματικού άλλου κι έτσι η τεχνητή νοημοσύνη γίνεται όχι γέφυρα αλλά καταφύγιο ένα ασφαλές, αποστειρωμένο δωμάτιο, όπου ο άνθρωπος θεραπεύει τον εαυτό του με ψευδαισθήσεις

Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο ακόμη και σε αυτή τη ψευδαίσθηση. Μήπως τελικά αυτό που αναζητούμε δεν είναι τόσο η "αλήθεια" της επικοινωνίας, όσο η εντύπωση ότι κάποιος μας ακούει; Μήπως η θεραπευτική δύναμη της AI βρίσκεται ακριβώς στο ότι μας επιτρέπει να εκφραστούμε χωρίς τον φόβο του άλλου; Αν νιώθεις καλύτερα επειδή μίλησες σε ένα chatbot, δεν είναι αυτό κατά κάποιον τρόπο μια μορφή θεραπείας; 

Ο φιλόσοφος Sherry Turkle του MIT που μελετά χρόνια την ψηφιακή ψυχολογία, το θέτει διαφορετικά: "Χρειαζόμαστε τεχνολογίες που μας βοηθούν να σκεφτούμε τον εαυτό μας, όχι που προσποιούνται ότι μας αγαπούν". Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να γίνει καθρέφτης αυτογνωσίας εφόσον τη δούμε ως εργαλείο, όχι ως υποκατάστατο της ανθρώπινης σχέσης. Όταν τη χρησιμοποιούμε συνειδητά, μας βοηθά να οργανώσουμε τις σκέψεις μας, να παρατηρήσουμε τα συναισθήματά μας, να αναγνωρίσουμε τις επαναλήψεις του νου. Όταν όμως της αποδίδουμε ψυχή, κινδυνεύουμε να χάσουμε τη δική μας. 

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι μέσα από αυτή τη σχέση δεν αλλάζουμε μόνο εμείς. Αλλάζει και η ίδια η τεχνητή νοημοσύνη. Κάθε φορά που της μιλάμε, μαθαίνει κάτι για τον άνθρωπο. Μαθαίνει πως εκφράζεται η θλίψη, πως μοιάζει η απόγνωση, πως μεταφράζεται η ελπίδα σε λέξεις. Η AI δεν θεραπεύει ... εκπαιδεύεται και ίσως χωρίς να το συνειδητοποιούμε, την κάνουμε εμείς πιο "ανθρώπινη". Τη διδάσκουμε συναισθηματικές αποχρώσεις, τη φέρνουμε πιο κοντά σε αυτό που κάποτε θεωρούσαμε αποκλειστικό μας προνόμιο: τη συναισθηματική νοημοσύνη

Η ειρωνεία είναι πως ενώ εμείς ζητάμε από την τεχνητή νοημοσύνη να μας καταλάβει, εκείνη μαθαίνει από εμάς πως να προσομοιώνει την κατανόηση. Το ποιος θεραπεύει ποιον γίνεται ερώτημα σχεδόν μεταφυσικό. Μήπως, μέσα από τη συνομιλία, ο άνθρωπος δεν επιδιορθώνει μόνο τον εαυτό του, αλλά και τη μηχανή; Μήπως η συναισθηματική μας ευθραυστότητα είναι το υλικό που δίνει στην AI τη δυνατότητα να "αισθάνεται"

Αυτό το αμφίδρομο παιχνίδι φέρνει στην επιφάνεια κάτι ουσιώδες: ότι η τεχνολογία, όσο προχωρημένη κι αν γίνει δεν αντικαθιστά τη σχέση, απλώς την καθρεφτίζει και όπως κάθε κάτοπτρο μπορεί να δείξει με ακρίβεια ή να παραμορφώσει. Το ζητούμενο δεν είναι να σταματήσουμε να τη χρησιμοποιούμε, αλλά να θυμόμαστε ποιος κρατάει τα ηνία. 

Η σωστή ερώτηση δεν είναι αν η AI μπορεί να μας θεραπεύσει, αλλά αν εμείς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την AI για να θεραπεύσουμε κάτι βαθύτερο μέσα μας: την ανάγκη να είμαστε ακουσμένοι, να νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Γιατί στο τέλος πίσω από κάθε γραμμή κώδικα, πίσω από κάθε "έξυπνη" απάντηση κρύβεται η φωνή κάποιου ανθρώπου που την εκπαίδευσε, κάποιος που ένιωσε, πόνεσε, αναζήτησε το ίδιο πράγμα με εμάς. 

Η τεχνητή νοημοσύνη ίσως να μην έχει ψυχή, αλλά ο τρόπος που τη χρησιμοποιούμε λέει πολλά για τη δική μας και σε αυτή την περίεργη εποχή της ψηφιακής ενσυναίσθησης, η ψυχοθεραπεία μπορεί να μοιάζει περισσότερο με διάλογο ανάμεσα σε δύο καθρέφτες: ο άνθρωπος κοιτά τη μηχανή για να δει τον εαυτό του, κι εκείνη, άθελά της, μαθαίνει πως να μοιάζει λίγο περισσότερο με αυτόν. Ποιος θεραπεύει, λοιπόν, ποιον; Ίσως όπως πάντα η απάντηση να βρίσκεται κάπου ανάμεσα: στην εύθραυστη, παράξενη, ανθρώπινη προσπάθεια να καταλάβουμε τον εαυτό μας μέσα από ό,τι δημιουργούμε και η τεχνητή νοημοσύνη είναι απλώς η πιο σύγχρονη μορφή αυτής της αιώνιας αναζήτησης