«Η οριοθέτηση του σκοπού ίδρυσης των Πρότυπων ΕΠΑ.Λ., προϊδεάζει για την σημαντικότητα του ρόλου τους στη διαμόρφωση και την ενίσχυση της ΕΕΚ της χώρας, προκειμένου αυτή να καταστεί ικανή να ανταποκριθεί στα αιτήματα»


Το νέο σχολικό έτος 2023 – 2024 τίθενται σε πλήρη λειτουργία τα πρώτα έξι Πρότυπα ΕΠΑ.Λ. της χώρας, ενώ από τη σχολική χρονιά 2024 – 2025 θα λειτουργήσουν πλήρως ακόμη 19 Πρότυπα ΕΠΑ.Λ. Ποιος είναι, όμως, ο ρόλος των Προτύπων ΕΠΑ.Λ., στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) της χώρας μας;

Οι συνεχείς αλλαγές και οι ραγδαίες εξελίξεις σε όλο το φάσμα της αγοράς εργασίας, καθώς και οι αναδυόμενες αναγκαιότητες υποστήριξης καινοτόμων δράσεων, όπως η μετάβαση στην ψηφιακή ανάπτυξη και στην πράσινη οικονομία, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό τοπίο, με ξεκάθαρες προεκτάσεις στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών, ιδιαίτερα αυτών που καταγράφουν σημαντική υστέρηση στην ΕΕΚ, όπως αυτό της χώρας μας .

Τα αιτήματα που αναδύονται προς την ΕΕΚ στην Ευρώπη προσδιορίζονται, σε γενικές γραμμές, από τις παρακάτω συνιστώσες:

Ø    Ζήτηση για νέες δεξιότητες (που μπορεί να είναι συμπληρωματικές προς τις υπάρχουσες)
Ø    Απαίτηση για εργασία ατόμων σε νέες θέσεις εργασίας, με παράλληλη διαμόρφωση νέων συνδυασμών καθηκόντων, τα οποία πρέπει να αναληφθούν, μερικές φορές, σε σχέση με νέους τομείς οικονομικής δραστηριότητας

Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι δεξιότητες που είναι απαραίτητες σε έναν εργαζόμενο στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι : Επίλυση σύνθετων προβλημάτων, Κριτική σκέψη, Δημιουργικότητα, Διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, Συντονισμός με άλλους, Συναισθηματική νοημοσύνη, Κρίση και λήψη αποφάσεων, Προσανατολισμός υπηρεσίας, Διαπραγμάτευση, Γνωστική ευελιξία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σύμφωνα με τον δείκτη ESI (European Skills Index)  για το 2022, σε επίπεδο δείκτη η χώρα μας κατατάσσεται στην 29η θέση σε σύνολο 31 Ευρωπαϊκών χωρών, παραμένοντας στην θέση αυτή από το 2020. Η χώρα μας χαρακτηρίζεται ως χώρα «χαμηλών επιδόσεων», κατατασσόμενη στην 28η θέση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, στην 27η θέση στην ενεργοποίηση δεξιοτήτων και στην 30η θέση στην αντιστοίχιση δεξιοτήτων. 

Οι προκλήσεις που τίθενται στο σύστημα ΕΕΚ είναι:

  1.  Να προβλέψει τις μεταβαλλόμενες ανάγκες δεξιοτήτων
    b.    Να αναπτύξει προγράμματα σπουδών, έτσι ώστε οι δεξιότητες των ατόμων να επιτρέπουν τη δυνατότητα μετακίνησης μεταξύ θέσεων εργασίας και τομέων και να διαμορφώνουν τη βάση για την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων
    c.    Να ενθαρρύνει τη συμμετοχή στη δια βίου μάθηση και παράλληλα να πείσει τους εργοδότες και τους εμπλεκόμενους φορείς να επενδύσουν στη συνεχή ανάπτυξη δεξιοτήτων
    d.    Να εξοπλίσει τα εκπαιδευτικά ιδρύματά της με τα απαραίτητα μέσα, προκειμένου να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις αναδυόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας

Στο πλαίσιο αυτό, καταγράφεται έντονη προσπάθεια πολλών Ευρωπαϊκών χωρών να ανταποκριθούν στα παραπάνω αιτήματα. Η προσπάθεια αυτή αποτυπώνεται στις δράσεις και στις ενέργειες που καταγράφονται στα εκπαιδευτικά συστήματα των Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν αναπτυγμένη την ΕΕΚ στοιχεία :

  •  Είσοδος της ψηφιοποίησης στους εργασιακούς χώρους
    •    Απαίτηση αυξημένων εγκάρσιων δεξιοτήτων των εργαζομένων
    •    Μάθηση στο σχολείο και μάθηση στο χώρο εργασίας, μέσω ενός προγράμματος σπουδών που βασίζεται σε εργασιακά καθήκοντα ή επιχειρηματικές διαδικασίες
    •    Ενίσχυση της συνιστώσας που αφορά στα μαθήματα γενικών γνώσεων και δεξιοτήτων είτε ως προς την αύξηση της έκτασής τους είτε ως προς την αποτελεσματικότερη ένταξή τους στα προγράμματα σπουδών της
    •    Αύξηση του βαθμού αυτονομίας και ευελιξίας εφαρμογής των προγραμμάτων της ΕΕΚ σε αρκετές χώρες, προκειμένου να προσφερθεί ευελιξία και αυτονομία τόσο σε περιφερειακό όσο και σε τοπικό επίπεδο
    •    Ο σχεδιασμός προγραμμάτων σπουδών για την ΕΕΚ έχει στραφεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες σε προσεγγίσεις που βασίζονται στα μαθησιακά αποτελέσματα, μετατοπίζοντας την εστίαση στο τι πρέπει οι εκπαιδευόμενοι να γνωρίζουν, να κατανοούν και να είναι σε θέση να πράττουν στο τέλος του κύκλου σπουδών
    •    Αυξανόμενη χρήση της «σπονδυλοποίησης» των προγραμμάτων σπουδών στο ανώτερο δευτεροβάθμιο επίπεδο της ΕΕΚ, επιτρέποντας τη δυνατότητα αύξησης της ευελιξίας της και παρέχοντας πιο εξατομικευμένες διαδρομές μάθησης
    •    Μείωση του συνολικού αριθμού των διαθέσιμων ειδικεύσεων, μαζί με διεύρυνση του περιεχομένου των μαθημάτων (όσον αφορά στο επαγγελματικό τους πεδίο) και αυξημένη ευελιξία για τα μαθήματα, ώστε να ανταποκρίνονται σε ατομικές ή τοπικές προτιμήσεις
    •    Προώθηση ευέλικτων και εξατομικευμένων μορφών μάθησης
    •    Τα προγράμματα σπουδών που συνδέονται με το επίπεδο 4 του Ευρωπαϊκού  Πλαισίου Προσόντων (EQF) έχουν μεγαλύτερο μερίδιο γενικών και εγκάρσιων μαθησιακών γνώσεων, συγκριτικά με επίπεδο 3
    •    Ενίσχυση των δεσμών της ΕΕΚ με υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης
    •    Παροχή μάθησης που βασίζεται στον χώρο εργασίας, ειδικά με την μορφή της μαθητείας ή την παροχή περισσότερης εργασιακής εμπειρίας 
    •    Αύξηση του βαθμού αυτονομίας και ευελιξίας σε περιφερειακό και σε τοπικό επίπεδο, κυρίως στο πλαίσιο της οργάνωσης και της ανάπτυξης των προγραμμάτων της ΕΕΚ
    •    Οι εθνικοί οργανισμοί έχουν μεγάλη επιρροή στο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών, ενώ τα σχολεία Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στην Ευρώπη έχουν έναν βαθμό αυτονομίας ως προς τον τρόπο με τον οποίο παρέχουν τις απαιτούμενες  δεξιότητες, έχοντας συχνά την ευθύνη για τον καθορισμό ενός συγκεκριμένου μεριδίου ανάπτυξης προγράμματος σπουδών
    •    Υλοποίηση της εξατομικευμένης και προσαρμοσμένης μάθησης
    •    Όσον αφορά στον τρόπο επικαιροποίησης των προγραμμάτων σπουδών, δεν υπάρχει κοινή τάση, εκτός από το ότι τα προγράμματα σπουδών καθορίζονται συχνά κεντρικά, με τις επαγγελματικές σχολές να έχουν κάποιο περιθώριο στον τρόπο παροχής δεξιοτήτων κατάρτισης
    •    Καταγράφεται μια στροφή σε ορισμένες χώρες προς την ένταξη σε μαθήματα και προγράμματα της διδασκαλίας κοινών δεξιοτήτων που αφορούν σε διαφορετικά επαγγέλματα 
    •    Τα προγράμματα σπουδών της ΕΕΚ αποκτούν μια ευρύτερη διάσταση, με την έννοια ότι το διδακτικό περιεχόμενό τους απλώνεται σε ένα ευρύ εκπαιδευτικό φάσμα, το οποίο συμπεριλαμβάνει γνώσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης, καθώς και γενικής παιδείας, οι οποίες επεκτείνονται τόσο σε οριζόντιο όσο και σε εγκάρσιο επίπεδο

Στην Ελλάδα, με το Νόμο 4763/2020 επιχειρείται μια βαθιά τομή στο Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης, προφανώς με διττό σκοπό:  την εναρμόνιση της ΕΕΚ με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς και την αποτελεσματική ανταπόκρισή της στις αναδυόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.  

Η οριοθέτηση του σκοπού ίδρυσης των Πρότυπων ΕΠΑ.Λ., προϊδεάζει για την σημαντικότητα του ρόλου τους στη διαμόρφωση και την ενίσχυση της ΕΕΚ της χώρας, προκειμένου αυτή να καταστεί ικανή να ανταποκριθεί στα αιτήματα που περιγράφηκαν παραπάνω. Τα σχολεία αυτά, καλούνται να διαμορφώσουν ένα δεκτικό πεδίο εφαρμογής εκπαιδευτικών καινοτομιών στον χώρο της ΕΕΚ, υιοθετώντας σύγχρονες εκπαιδευτικές πρακτικές και προσφέροντας τη δυνατότητα εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων, τα οποία θα αξιοποιηθούν κατάλληλα για την διαμόρφωση της ΕΕΚ στην πατρίδα μας. Κατά μία έννοια, τα Πρότυπα ΕΠΑ.Λ. καλούνται να αναλάβουν τον ρόλο του προπομπού στις καινοτομίες που καλείται να υιοθετήσει η ΕΕΚ, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου εργασιακού τοπίου.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι αυτονόητο ότι η μέριμνα της Πολιτείας στην κατεύθυνση της απρόσκοπτης λειτουργίας των Πρότυπων ΕΠΑ.Λ. και η διαρκής υποστήριξή τους, τόσο σε θεσμικό όσο και σε λειτουργικό επίπεδο, θα προσφέρει τη δυνατότητα στα σχολεία αυτά να επιτελέσουν με αποτελεσματικότητα το ρόλο τους, συμβάλλοντας στην αναγκαία αναβάθμιση της ΕΕΚ της πατρίδας μας.  

ΠΗΓΗ