Τα social media, από χώρος συνάντησης και έκφρασης, μετατράπηκαν σε μηχανές διαρκούς έντασης και κατανάλωσης προσοχής. Το ερώτημα πια δεν είναι αν κουραστήκαμε, αλλά τι μορφή θα πάρει αυτός ο κόσμος αφού η κόπωση έγινε το κυρίαρχο συναίσθημα των χρηστών του.

 

Κάποτε τα social media υπόσχονταν σύνδεση, σήμερα έχουν καταντήσει να θυμίζουν μαραθώνιο αντοχής. Αντοχή στον θόρυβο, στη σύγκριση, στην υπερπληροφόρηση, στην αδιάκοπη απαίτηση να είσαι παρών, ορατός, ενεργός. Η “κούραση των χρηστών” δεν είναι πια μια περιθωριακή ψυχολογική έννοια, αλλά συλλογικό βίωμα. Είναι το βάρος στο βλέμμα όταν ανοίγεις την εφαρμογή μηχανικά και την κλείνεις εξίσου μηχανικά, χωρίς να θυμάσαι τι ακριβώς είδες. 

Η υπόσχεση της ψηφιακής πλατείας μετατράπηκε σε μια αρένα αέναης προσοχής. Αλγόριθμοι που δεν κοιμούνται ποτέ, stories που εξαφανίζονται σε 24 ώρες για να σε κρατούν σε μόνιμη εγρήγορση, ειδοποιήσεις που λειτουργούν σαν μικρά ηλεκτροσόκ επιβράβευσης. Κάποτε μπαίναμε για να επικοινωνήσουμε, τώρα μπαίνουμε για να μη μείνουμε πίσω. Το FOMO έγινε δομικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής τους

Δεν πρόκειται απλώς για boredom. Πρόκειται για υπαρξιακή κόπωση. Για το αίσθημα ότι συμμετέχεις σε ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ και στο οποίο οι κανόνες αλλάζουν συνεχώς χωρίς να σε ρωτήσουν. Τα like δεν προσφέρουν πια τη μικρή δόση ντοπαμίνης που προσέφεραν κάποτε. Τα σχόλια γίνονται πιο επιθετικά, πιο ρηχά, πιο προβλέψιμα. Οι πλατφόρμες μοιάζουν μεταξύ τους όλο και περισσότερο σαν να αναπαράγει η μία τη νεύρωση της άλλης. 

Το παράδοξο είναι ότι όσο περισσότερο κουραζόμαστε, τόσο δυσκολότερα φεύγουμε. Οι δεσμοί που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το καθεστώς ψηφιακής οικονομίας προσοχής είναι πλέον οικονομικοί, κοινωνικοί, επαγγελματικοί. Δεν είναι απλώς τόποι ψυχαγωγίας, είναι υποδομές ζωής. Αν φύγεις, χάνεις κοινό, δουλειές, ορατότητα. Η κόπωση λοιπόν δεν οδηγεί απαραίτητα σε έξοδο. Οδηγεί σε μια περίεργη συνεύρεση εξάρτησης και απάθειας. 

Το μέλλον των social media δε θα κριθεί από το αν θα υπάρξουν νέες πλατφόρμες. Πάντα θα υπάρχουν. Μέχρι σήμερα ο χρήστης είναι το προϊόν. Η προσοχή του είναι το νόμισμα. Τα συναισθήματά του είναι το καύσιμο. Όσο πιο έντονα, τόσο το καλύτερο: θυμός, φθόνος, φόβος, πόλωση. Η ηρεμία δεν κάνει engagement, η σύνθεση δεν φέρνει clicks. 

Η κόπωση όμως δημιουργεί ένα ρήγμα σε αυτό το μοντέλο. Όταν ο χρήστης παύει να αντιδρά με ένταση, το σύστημα χάνει την αποτελεσματικότητά του. Οι πλατφόρμες απαντούν με περισσότερη τεχνητή νοημοσύνη, πιο επιθετικούς αλγόριθμους, πιο ακριβή στόχευση. Προσπαθούν να προβλέψουν όχι μόνο τι θα σου αρέσει, αλλά και πότε είσαι πιο ευάλωτος για να σου το δείξουν. Η εξάντληση έτσι γίνεται πρώτη ύλη για νέα εργαλεία χειρισμού. 

Μπαίνουμε σε μια εποχή όπου τα social media δε θα είναι απλώς μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά μέσα συναισθηματικής ρύθμισης. Θα προσφέρουν παρηγοριά, επιβεβαίωση, ψευδαίσθηση συντροφικότητας, την ίδια στιγμή που θα εντείνουν τη μοναξιά. Ένας κλειστός κύκλος: σε κουράζουν, σε απομονώνουν και μετά σου πουλάνε τη λύση μέσα από την ίδια την κόπωση που δημιούργησαν. 

Η μαζική στροφή προς πιο “ήσυχες” πλατφόρμες, κλειστά communities, newsletters, ιδιωτικά κανάλια δεν είναι τυχαία. Είναι μια προσπάθεια επαναδιεκδίκησης του χρόνου και της προσοχής. Ταυτόχρονα όμως, εμφανίζεται και μια άλλη τάση: η πλήρης αυτοματοποίηση της παρουσίας. Bots που απαντούν για σένα, AI που γράφει για σένα. Περιεχόμενο που δημοσιεύεται χωρίς να το έχεις σκεφτεί πραγματικά. Η κόπωση γεννά δύο αντιδράσεις: είτε αποσύρεσαι, είτε παραδίδεις τη φωνή σου στην τεχνολογία για να συνεχίσει αυτή την παράσταση αντί για σένα.  

Το πιο ανησυχητικό είναι ότι συνηθίσαμε να είμαστε κουρασμένοι online. Η κούραση έγινε η κανονικότητα. Το scroll έγινε ένα είδος ψηφιακού τσιγάρου: δεν σου προσφέρει πραγματική ευχαρίστηση, αλλά σου υπόσχεται μια μικρή ανακούφιση από το άγχος που το ίδιο δημιούργησε. Ένας φαύλος κύκλος αυτοκατανάλωσης. 

Η κόπωση των χρηστών είναι το πρώτο σοβαρό ρήγμα στο αφήγημα της αέναης ανάπτυξης των social media. Δε ξέρουμε ακόμη αν θα είναι και το ρήγμα απ’ όπου θα μπει φως ή απλώς ένα ακόμη σημείο απ’ όπου θα διαρρεύσει περισσότερη εκμετάλλευση. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι η εποχή της αθωότητας τελείωσε οριστικά. Τα social media είναι υποδομή εξουσίας και η κούραση των χρηστών δεν είναι αδυναμία, είναι πολιτικό σύμπτωμα κι έτσι με ψυχραιμία οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε. 


Τα social media, από χώρος συνάντησης και έκφρασης, μετατράπηκαν σε μηχανές διαρκούς έντασης και κατανάλωσης προσοχής. Το ερώτημα πια δεν είναι αν κουραστήκαμε, αλλά τι μορφή θα πάρει αυτός ο κόσμος αφού η κόπωση έγινε το κυρίαρχο συναίσθημα των χρηστών του.

 

Κάποτε τα social media υπόσχονταν σύνδεση, σήμερα έχουν καταντήσει να θυμίζουν μαραθώνιο αντοχής. Αντοχή στον θόρυβο, στη σύγκριση, στην υπερπληροφόρηση, στην αδιάκοπη απαίτηση να είσαι παρών, ορατός, ενεργός. Η “κούραση των χρηστών” δεν είναι πια μια περιθωριακή ψυχολογική έννοια, αλλά συλλογικό βίωμα. Είναι το βάρος στο βλέμμα όταν ανοίγεις την εφαρμογή μηχανικά και την κλείνεις εξίσου μηχανικά, χωρίς να θυμάσαι τι ακριβώς είδες. 

Η υπόσχεση της ψηφιακής πλατείας μετατράπηκε σε μια αρένα αέναης προσοχής. Αλγόριθμοι που δεν κοιμούνται ποτέ, stories που εξαφανίζονται σε 24 ώρες για να σε κρατούν σε μόνιμη εγρήγορση, ειδοποιήσεις που λειτουργούν σαν μικρά ηλεκτροσόκ επιβράβευσης. Κάποτε μπαίναμε για να επικοινωνήσουμε, τώρα μπαίνουμε για να μη μείνουμε πίσω. Το FOMO έγινε δομικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής τους

Δεν πρόκειται απλώς για boredom. Πρόκειται για υπαρξιακή κόπωση. Για το αίσθημα ότι συμμετέχεις σε ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ και στο οποίο οι κανόνες αλλάζουν συνεχώς χωρίς να σε ρωτήσουν. Τα like δεν προσφέρουν πια τη μικρή δόση ντοπαμίνης που προσέφεραν κάποτε. Τα σχόλια γίνονται πιο επιθετικά, πιο ρηχά, πιο προβλέψιμα. Οι πλατφόρμες μοιάζουν μεταξύ τους όλο και περισσότερο σαν να αναπαράγει η μία τη νεύρωση της άλλης. 

Το παράδοξο είναι ότι όσο περισσότερο κουραζόμαστε, τόσο δυσκολότερα φεύγουμε. Οι δεσμοί που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το καθεστώς ψηφιακής οικονομίας προσοχής είναι πλέον οικονομικοί, κοινωνικοί, επαγγελματικοί. Δεν είναι απλώς τόποι ψυχαγωγίας, είναι υποδομές ζωής. Αν φύγεις, χάνεις κοινό, δουλειές, ορατότητα. Η κόπωση λοιπόν δεν οδηγεί απαραίτητα σε έξοδο. Οδηγεί σε μια περίεργη συνεύρεση εξάρτησης και απάθειας. 

Το μέλλον των social media δε θα κριθεί από το αν θα υπάρξουν νέες πλατφόρμες. Πάντα θα υπάρχουν. Μέχρι σήμερα ο χρήστης είναι το προϊόν. Η προσοχή του είναι το νόμισμα. Τα συναισθήματά του είναι το καύσιμο. Όσο πιο έντονα, τόσο το καλύτερο: θυμός, φθόνος, φόβος, πόλωση. Η ηρεμία δεν κάνει engagement, η σύνθεση δεν φέρνει clicks. 

Η κόπωση όμως δημιουργεί ένα ρήγμα σε αυτό το μοντέλο. Όταν ο χρήστης παύει να αντιδρά με ένταση, το σύστημα χάνει την αποτελεσματικότητά του. Οι πλατφόρμες απαντούν με περισσότερη τεχνητή νοημοσύνη, πιο επιθετικούς αλγόριθμους, πιο ακριβή στόχευση. Προσπαθούν να προβλέψουν όχι μόνο τι θα σου αρέσει, αλλά και πότε είσαι πιο ευάλωτος για να σου το δείξουν. Η εξάντληση έτσι γίνεται πρώτη ύλη για νέα εργαλεία χειρισμού. 

Μπαίνουμε σε μια εποχή όπου τα social media δε θα είναι απλώς μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά μέσα συναισθηματικής ρύθμισης. Θα προσφέρουν παρηγοριά, επιβεβαίωση, ψευδαίσθηση συντροφικότητας, την ίδια στιγμή που θα εντείνουν τη μοναξιά. Ένας κλειστός κύκλος: σε κουράζουν, σε απομονώνουν και μετά σου πουλάνε τη λύση μέσα από την ίδια την κόπωση που δημιούργησαν. 

Η μαζική στροφή προς πιο “ήσυχες” πλατφόρμες, κλειστά communities, newsletters, ιδιωτικά κανάλια δεν είναι τυχαία. Είναι μια προσπάθεια επαναδιεκδίκησης του χρόνου και της προσοχής. Ταυτόχρονα όμως, εμφανίζεται και μια άλλη τάση: η πλήρης αυτοματοποίηση της παρουσίας. Bots που απαντούν για σένα, AI που γράφει για σένα. Περιεχόμενο που δημοσιεύεται χωρίς να το έχεις σκεφτεί πραγματικά. Η κόπωση γεννά δύο αντιδράσεις: είτε αποσύρεσαι, είτε παραδίδεις τη φωνή σου στην τεχνολογία για να συνεχίσει αυτή την παράσταση αντί για σένα.  

Το πιο ανησυχητικό είναι ότι συνηθίσαμε να είμαστε κουρασμένοι online. Η κούραση έγινε η κανονικότητα. Το scroll έγινε ένα είδος ψηφιακού τσιγάρου: δεν σου προσφέρει πραγματική ευχαρίστηση, αλλά σου υπόσχεται μια μικρή ανακούφιση από το άγχος που το ίδιο δημιούργησε. Ένας φαύλος κύκλος αυτοκατανάλωσης. 

Η κόπωση των χρηστών είναι το πρώτο σοβαρό ρήγμα στο αφήγημα της αέναης ανάπτυξης των social media. Δε ξέρουμε ακόμη αν θα είναι και το ρήγμα απ’ όπου θα μπει φως ή απλώς ένα ακόμη σημείο απ’ όπου θα διαρρεύσει περισσότερη εκμετάλλευση. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι η εποχή της αθωότητας τελείωσε οριστικά. Τα social media είναι υποδομή εξουσίας και η κούραση των χρηστών δεν είναι αδυναμία, είναι πολιτικό σύμπτωμα κι έτσι με ψυχραιμία οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε.