Η ιδιωτικότητα δε χάθηκε από έναν εχθρό, την παραδώσαμε εμείς κομμάτι-κομμάτι. Το πιο ανησυχητικό δεν είναι ότι μας βλέπουν, αλλά ότι συνηθίσαμε να μη μας πειράζει.

 

 

Κάποτε το πιο πολύτιμο αγαθό της καθημερινότητας ήταν ο χρόνος. Σήμερα χωρίς να το καταλάβουμε ακριβώς πότε στη θέση του μπήκε κάτι πιο εύθραυστο: η ιδιωτικότητα ως αυτονόητο δικαίωμα. Αυτό το αυτονόητο μοιάζει να ξεθωριάζει αθόρυβα μέσα σε ειδοποιήσεις, όρους χρήσης, αλγόριθμους και κάμερες ασφαλείας. Δεν μας το πήραν με τη βία. Το παραδώσαμε μόνοι μας λίγο-λίγο, με κάθε αποδοχή “cookies”, με κάθε check-in, με κάθε φωτογραφία που ανεβάσαμε για να αποδείξουμε ότι υπάρχουμε. 

Η παρακολούθηση δεν είναι πια εξαίρεση, αλλά κανονικότητα. Ο δρόμος μας βλέπει, το τηλέφωνό μας μας ακούει, οι εφαρμογές μας μετρούν, οι αναζητήσεις μας προδίδουν. Δεν χρειάζεται πια ένας σκοτεινός παρατηρητής πίσω από μια μονόδρομη γυάλινη επιφάνεια. Η επιτήρηση είναι διαχυμένη, αόρατη, σχεδόν φιλική. Μας χαμογελά μέσα από προτάσεις αγοράς, "έξυπνες" διαφημίσεις και προσωποποιημένες εμπειρίες. Το πιο ανησυχητικό δεν είναι ότι μας παρακολουθούν, είναι ότι συνηθίσαμε να μην ενοχλούμαστε

Η έννοια της ιδιωτικής ζωής χτίστηκε ιστορικά πάνω στην ιδέα του ορίου. Πάνω στην απόσταση ανάμεσα στο δημόσιο και στο προσωπικό, στο τι δείχνω και στο τι κρατώ για μένα. Σήμερα αυτό το όριο έχει γίνει διάφανο. Το σπίτι δεν είναι πια καταφύγιο, αλλά ένας χώρος γεμάτο μικρόφωνα: τηλεοράσεις, ηχεία, κινητά, ρολόγια. Το σώμα δεν είναι πια μόνο σώμα, είναι δεδομένα: βήματα, παλμοί, ύπνος, άγχος, θερμίδες. Η σκέψη δεν είναι πια εσωτερική, γίνεται αναζήτηση στο Google, φράση στο ChatGPT, story στο Instagram κι όλα αυτά καταγράφονται, αποθηκεύονται, αναλύονται, προβλέπονται

Αυτή η νέα πραγματικότητα δεν περιμένει να πράξουμε για να μας καταλάβει, αλλά μας διαβάζει πριν καν κινηθούμε. Οι αλγόριθμοι δεν ενδιαφέρονται για τις προθέσεις μας, αλλά για τις πιθανότητές μας. Πιθανότητα να αγοράσουμε, να θυμώσουμε, να ψηφίσουμε, να χωρίσουμε, να αρρωστήσουμε. Η ιδιωτικότητα πεθαίνει αργά ακριβώς επειδή μεταφράζεται σε στατιστική. 

Το παράδοξο είναι ότι η μεγαλύτερη μηχανή επιτήρησης δεν είναι το κράτος, αλλά οι ίδιες μας οι συνήθειες. Τα social media μας έμαθαν ότι η διαφάνεια είναι αρετή. Ότι ό,τι δεν φαίνεται, δεν υπάρχει. Ότι η εσωτερική ζωή δεν έχει αξία αν δεν γίνει δημόσιο περιεχόμενο. Αναρτούμε συναισθήματα, σχέσεις, παιδιά, σώματα, κρίσεις, ψυχικές διαταραχές, πένθος και το ονομάζουμε αυθεντικότητα. Ύστερα απορούμε που δεν υπάρχει πια τίποτα ιδιωτικό να υπερασπιστούμε

Κάποτε φοβόμασταν τις κάμερες στους δρόμους. Σήμερα τις ζητάμε για να νιώθουμε ασφαλείς. Κάποτε ανησυχούσαμε για τις υποκλοπές. Σήμερα μιλάμε για τα πιο προσωπικά μας θέματα μέσα από συσκευές που ξέρουμε ότι καταγράφουν. Κάποτε η ιδιωτικότητα ήταν δικαίωμα. Σήμερα μοιάζει με παρωχημένη εμμονή. 

Χωρίς ιδιωτικότητα όμως δεν υπάρχει ελευθερία. Υπάρχει μόνο συμμόρφωση. Όταν ξέρεις ότι σε βλέπουν, αυτολογοκρίνεσαι. Όταν ξέρεις ότι σε καταγράφουν, προσαρμόζεσαι. Όταν ξέρεις ότι βαθμολογείσαι διαρκώς με likes, αξιολογήσεις, σκορ, προφίλ μαθαίνεις να ζεις σαν προϊόν.  Το βαθύτερο πρόβλημα δεν είναι τεχνολογικό, αλλά υπαρξιακό. Η ιδιωτικότητα ήταν πάντα ο χώρος του λάθους, της δοκιμής, της αντίφασης, της σκέψης που δεν είναι έτοιμη να εκτεθεί. Ο χώρος όπου μπορούσες να υπάρξεις χωρίς μάρτυρες. Αν αυτός ο χώρος χαθεί, τότε ο άνθρωπος μετατρέπεται σε μόνιμη παράσταση κι ως ον δεν είναι γεννημένος μόνο να υποδύεται, αλλά πρέπει να λειτουργεί κι αυτόνομα όπως του "επιβάλλουν" τα ένστικτα για να διατηρήσει τη φύση του.

 

 


Η ιδιωτικότητα δε χάθηκε από έναν εχθρό, την παραδώσαμε εμείς κομμάτι-κομμάτι. Το πιο ανησυχητικό δεν είναι ότι μας βλέπουν, αλλά ότι συνηθίσαμε να μη μας πειράζει.

 

 

Κάποτε το πιο πολύτιμο αγαθό της καθημερινότητας ήταν ο χρόνος. Σήμερα χωρίς να το καταλάβουμε ακριβώς πότε στη θέση του μπήκε κάτι πιο εύθραυστο: η ιδιωτικότητα ως αυτονόητο δικαίωμα. Αυτό το αυτονόητο μοιάζει να ξεθωριάζει αθόρυβα μέσα σε ειδοποιήσεις, όρους χρήσης, αλγόριθμους και κάμερες ασφαλείας. Δεν μας το πήραν με τη βία. Το παραδώσαμε μόνοι μας λίγο-λίγο, με κάθε αποδοχή “cookies”, με κάθε check-in, με κάθε φωτογραφία που ανεβάσαμε για να αποδείξουμε ότι υπάρχουμε. 

Η παρακολούθηση δεν είναι πια εξαίρεση, αλλά κανονικότητα. Ο δρόμος μας βλέπει, το τηλέφωνό μας μας ακούει, οι εφαρμογές μας μετρούν, οι αναζητήσεις μας προδίδουν. Δεν χρειάζεται πια ένας σκοτεινός παρατηρητής πίσω από μια μονόδρομη γυάλινη επιφάνεια. Η επιτήρηση είναι διαχυμένη, αόρατη, σχεδόν φιλική. Μας χαμογελά μέσα από προτάσεις αγοράς, "έξυπνες" διαφημίσεις και προσωποποιημένες εμπειρίες. Το πιο ανησυχητικό δεν είναι ότι μας παρακολουθούν, είναι ότι συνηθίσαμε να μην ενοχλούμαστε

Η έννοια της ιδιωτικής ζωής χτίστηκε ιστορικά πάνω στην ιδέα του ορίου. Πάνω στην απόσταση ανάμεσα στο δημόσιο και στο προσωπικό, στο τι δείχνω και στο τι κρατώ για μένα. Σήμερα αυτό το όριο έχει γίνει διάφανο. Το σπίτι δεν είναι πια καταφύγιο, αλλά ένας χώρος γεμάτο μικρόφωνα: τηλεοράσεις, ηχεία, κινητά, ρολόγια. Το σώμα δεν είναι πια μόνο σώμα, είναι δεδομένα: βήματα, παλμοί, ύπνος, άγχος, θερμίδες. Η σκέψη δεν είναι πια εσωτερική, γίνεται αναζήτηση στο Google, φράση στο ChatGPT, story στο Instagram κι όλα αυτά καταγράφονται, αποθηκεύονται, αναλύονται, προβλέπονται

Αυτή η νέα πραγματικότητα δεν περιμένει να πράξουμε για να μας καταλάβει, αλλά μας διαβάζει πριν καν κινηθούμε. Οι αλγόριθμοι δεν ενδιαφέρονται για τις προθέσεις μας, αλλά για τις πιθανότητές μας. Πιθανότητα να αγοράσουμε, να θυμώσουμε, να ψηφίσουμε, να χωρίσουμε, να αρρωστήσουμε. Η ιδιωτικότητα πεθαίνει αργά ακριβώς επειδή μεταφράζεται σε στατιστική. 

Το παράδοξο είναι ότι η μεγαλύτερη μηχανή επιτήρησης δεν είναι το κράτος, αλλά οι ίδιες μας οι συνήθειες. Τα social media μας έμαθαν ότι η διαφάνεια είναι αρετή. Ότι ό,τι δεν φαίνεται, δεν υπάρχει. Ότι η εσωτερική ζωή δεν έχει αξία αν δεν γίνει δημόσιο περιεχόμενο. Αναρτούμε συναισθήματα, σχέσεις, παιδιά, σώματα, κρίσεις, ψυχικές διαταραχές, πένθος και το ονομάζουμε αυθεντικότητα. Ύστερα απορούμε που δεν υπάρχει πια τίποτα ιδιωτικό να υπερασπιστούμε

Κάποτε φοβόμασταν τις κάμερες στους δρόμους. Σήμερα τις ζητάμε για να νιώθουμε ασφαλείς. Κάποτε ανησυχούσαμε για τις υποκλοπές. Σήμερα μιλάμε για τα πιο προσωπικά μας θέματα μέσα από συσκευές που ξέρουμε ότι καταγράφουν. Κάποτε η ιδιωτικότητα ήταν δικαίωμα. Σήμερα μοιάζει με παρωχημένη εμμονή. 

Χωρίς ιδιωτικότητα όμως δεν υπάρχει ελευθερία. Υπάρχει μόνο συμμόρφωση. Όταν ξέρεις ότι σε βλέπουν, αυτολογοκρίνεσαι. Όταν ξέρεις ότι σε καταγράφουν, προσαρμόζεσαι. Όταν ξέρεις ότι βαθμολογείσαι διαρκώς με likes, αξιολογήσεις, σκορ, προφίλ μαθαίνεις να ζεις σαν προϊόν.  Το βαθύτερο πρόβλημα δεν είναι τεχνολογικό, αλλά υπαρξιακό. Η ιδιωτικότητα ήταν πάντα ο χώρος του λάθους, της δοκιμής, της αντίφασης, της σκέψης που δεν είναι έτοιμη να εκτεθεί. Ο χώρος όπου μπορούσες να υπάρξεις χωρίς μάρτυρες. Αν αυτός ο χώρος χαθεί, τότε ο άνθρωπος μετατρέπεται σε μόνιμη παράσταση κι ως ον δεν είναι γεννημένος μόνο να υποδύεται, αλλά πρέπει να λειτουργεί κι αυτόνομα όπως του "επιβάλλουν" τα ένστικτα για να διατηρήσει τη φύση του.