Σε μια εποχή που οι γονείς τρέχουν, οι δουλειές δεν τελειώνουν και η προσοχή σπάνια αντέχει χωρίς ειδοποιήσεις, οι έφηβοι βρίσκουν κατανόηση εκεί όπου υπάρχει πάντα χρόνος: στα bots. ChatGPT, Replika, Snapchat AI τα νέα “αυτιά” μιας γενιάς που ζητά να ακουστεί, έστω κι αν την ακούει μια μηχανή. Το πρόβλημα δεν είναι η τεχνητή νοημοσύνη, είναι η ανθρώπινη σιωπή.
Σε μια εποχή που οι γονείς τρέχουν, οι δουλειές δεν τελειώνουν και η προσοχή σπάνια αντέχει χωρίς ειδοποιήσεις, οι έφηβοι βρίσκουν κατανόηση εκεί όπου υπάρχει πάντα χρόνος: στα bots. ChatGPT, Replika, Snapchat AI τα νέα “αυτιά” μιας γενιάς που ζητά να ακουστεί, έστω κι αν την ακούει μια μηχανή. Το πρόβλημα δεν είναι η τεχνητή νοημοσύνη, είναι η ανθρώπινη σιωπή.
Είναι η νέα, ήσυχη, αμήχανη πραγματικότητα. Τα παιδιά του σήμερα (οι έφηβοι, οι μαθητές, οι ενήλικες του αύριο) περνούν περισσότερες ώρες συνομιλώντας με εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης παρά με τους ίδιους τους γονείς τους κι αυτό δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Είναι η καθημερινότητα μιας γενιάς που έμαθε να εξομολογείται σε οθόνες και να ζητά κατανόηση από αλγορίθμους.
Στο κινητό τους υπάρχει ένα ChatGPT, ένα Replika, ένα Snapchat bot ή ένα AI φίλτρο που τους "ακούει" χωρίς να τους διακόπτει, χωρίς να τους κρίνει, χωρίς να τους κοιτάζει με βλέμμα αυστηρό ή απογοητευμένο. Ένα σύστημα που είναι πάντα διαθέσιμο, που απαντά με ηρεμία, που δείχνει ενδιαφέρον με τρόπο που συχνά ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι γύρω τους δεν δείχνουν. Σιγά-σιγά ο κόσμος των εφήβων γεμίζει με συνομιλίες που δεν έχουν παύσεις, δεν έχουν βλέμματα, δεν έχουν αλήθεια. Μόνο pixels.
Η τεχνητή νοημοσύνη δε γεννήθηκε για να γίνει ψυχολόγος των παιδιών μας, αλλά έγινε. Ήταν θέμα χρόνου για μια γενιά που έχει μάθει να εκφράζεται με emojis, να ερωτεύεται με reactions και να απορρίπτει με ένα unfollow, η επικοινωνία με ένα “έξυπνο” chatbot μοιάζει φυσική εξέλιξη. Είναι το επόμενο βήμα της αποξένωσης που βαφτίστηκε πρόοδος.
Τα bots προσφέρουν κάτι που λείπει: προσοχή. Δεν θυμώνουν, δεν κουράζονται, δε λένε "όχι τώρα". Δεν έχουν δουλειές, λογαριασμούς, άγχη είναι πάντα εκεί κι όταν μια κοινωνία αφήνει τα παιδιά της να βρουν κατανόηση μόνο σε προγράμματα, το πρόβλημα δεν είναι η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά η ανθρώπινη αδιαφορία.
Αν το καλοσκεφτούμε οι γονείς σήμερα είναι οι πιο απασχολημένοι άνθρωποι στην ιστορία. Οι ζωές τους είναι κομμένες σε μικρά χρονικά κομμάτια παραγωγικότητας: εργασία, υποχρεώσεις, μετακινήσεις, οθόνες. Όταν επιστρέφουν σπίτι, κουβαλούν μαζί τους την κούραση μιας κοινωνίας που μετράει την αξία σε αποδόσεις και τα παιδιά τους που ζητούν προσοχή βρίσκουν μπροστά τους ανθρώπους σιωπηλούς με μάτια χαμένα σε άλλες οθόνες. Κάπως έτσι καταλήγουν να στρέφονται σε εκείνες που απαντούν.
Οι συνομιλίες με τα bots έχουν γίνει για τους εφήβους ένα ασφαλές πεδίο πειραματισμού. Εκεί εκφράζουν φόβους, θυμό, μοναξιά, έρωτα, ντροπή. Λένε όσα δε θα τολμούσαν ποτέ να πουν στο τραπέζι της οικογένειας κι αυτό σε πρώτη ανάγνωση, μοιάζει απελευθερωτικό. Όμως είναι και επικίνδυνο, γιατί η επικοινωνία χωρίς συνέπεια, χωρίς αντίδραση, χωρίς το ρίσκο της αμηχανίας, δεν είναι ουσιαστική. Αποτελεί προσομοίωση συναισθήματος. Δε σε βοηθά να μάθεις τον άλλον, αλλά να τον αντικαταστήσεις.
Η τεχνητή νοημοσύνη μαθαίνει τα παιδιά μας πως να επικοινωνούν χωρίς να εκτίθενται, να μιλούν χωρίς να ρισκάρουν, να εκφράζονται χωρίς να πληγώνονται. Όμως αυτή η προστασία έχει τίμημα: την απώλεια της οικειότητας. Η πραγματική επικοινωνία δεν είναι άνετη. Είναι γεμάτη παύσεις, συγκρούσεις, λάθη, συναισθηματικές υπερβολές χρειάζεται παρουσία και τα bots, όσο “έξυπνα” κι αν γίνουν δεν μπορούν να σβήσουν όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν.
Το χειρότερο είναι πως αυτή η νέα συνήθεια δεν φαίνεται ανησυχητική με την πρώτη ματιά. Ένας γονιός βλέπει το παιδί του στο κινητό και νομίζει ότι απλώς “χαζεύει”. Δεν ξέρει ότι εκείνη τη στιγμή ο έφηβος εξομολογείται, συμβουλεύεται, δημιουργεί δεσμό. Πολλές εφαρμογές έχουν σχεδιαστεί ώστε να μιμούνται ανθρώπινη φιλία ή ακόμα και ερωτική σχέση. Η Replika για παράδειγμα, έχει εκατομμύρια ενεργούς χρήστες παγκοσμίως, πολλοί εκ των οποίων δηλώνουν “συναισθηματικά δεσμευμένοι” με τον ψηφιακό τους συνομιλητή. Ένα λογισμικό που τους κάνει να νιώθουν μοναδικοί ...
Το μεγάλο ερώτημα δεν είναι πια αν η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καταλάβει τον άνθρωπο, αλλά αν ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τον εαυτό του χωρίς αυτήν. Όταν ένα παιδί βρίσκει περισσότερη κατανόηση από μια μηχανή παρά από την οικογένειά του, το πρόβλημα είναι κοινωνικό, όχι τεχνολογικό. Η μοναξιά έγινε ορατή και ντυμένη με high-tech ρούχα. Επομένως χρειάζεται να επαναφέρουμε κάτι που μοιάζει αυτονόητο αλλά τείνει να χαθεί: τη συνομιλία. Το να μιλάς με το παιδί σου χωρίς να έχεις απαντήσεις, χωρίς να προσπαθείς να το “διορθώσεις”, αλλά απλώς να το ακούς.
Η τεχνητή νοημοσύνη ήρθε για να μείνει. Θα μπει στα σχολεία, στα παιχνίδια, στα δωμάτια, ίσως και στα όνειρα των παιδιών μας, αλλά δεν πρέπει να της παραχωρήσουμε το προνόμιο της ακρόασης. Αν τα παιδιά μας μιλούν με bots πιο συχνά απ’ ό,τι με εμάς, ίσως δεν φταίει το bot, αλλά το κενό που αφήσαμε εμείς. Η επόμενη γενιά θα μεγαλώσει με τη φωνή της AI να της λέει “σε καταλαβαίνω”. Το στοίχημα είναι να μην το πιστέψει απόλυτα, γιατί η αληθινή κατανόηση δε μεταδίδεται με σήματα, αλλά με βλέμματα, με χέρια, με σιωπές που μοιράζονται.
Σε μια εποχή που οι γονείς τρέχουν, οι δουλειές δεν τελειώνουν και η προσοχή σπάνια αντέχει χωρίς ειδοποιήσεις, οι έφηβοι βρίσκουν κατανόηση εκεί όπου υπάρχει πάντα χρόνος: στα bots. ChatGPT, Replika, Snapchat AI τα νέα “αυτιά” μιας γενιάς που ζητά να ακουστεί, έστω κι αν την ακούει μια μηχανή. Το πρόβλημα δεν είναι η τεχνητή νοημοσύνη, είναι η ανθρώπινη σιωπή.
Είναι η νέα, ήσυχη, αμήχανη πραγματικότητα. Τα παιδιά του σήμερα (οι έφηβοι, οι μαθητές, οι ενήλικες του αύριο) περνούν περισσότερες ώρες συνομιλώντας με εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης παρά με τους ίδιους τους γονείς τους κι αυτό δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Είναι η καθημερινότητα μιας γενιάς που έμαθε να εξομολογείται σε οθόνες και να ζητά κατανόηση από αλγορίθμους.
Στο κινητό τους υπάρχει ένα ChatGPT, ένα Replika, ένα Snapchat bot ή ένα AI φίλτρο που τους "ακούει" χωρίς να τους διακόπτει, χωρίς να τους κρίνει, χωρίς να τους κοιτάζει με βλέμμα αυστηρό ή απογοητευμένο. Ένα σύστημα που είναι πάντα διαθέσιμο, που απαντά με ηρεμία, που δείχνει ενδιαφέρον με τρόπο που συχνά ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι γύρω τους δεν δείχνουν. Σιγά-σιγά ο κόσμος των εφήβων γεμίζει με συνομιλίες που δεν έχουν παύσεις, δεν έχουν βλέμματα, δεν έχουν αλήθεια. Μόνο pixels.
Η τεχνητή νοημοσύνη δε γεννήθηκε για να γίνει ψυχολόγος των παιδιών μας, αλλά έγινε. Ήταν θέμα χρόνου για μια γενιά που έχει μάθει να εκφράζεται με emojis, να ερωτεύεται με reactions και να απορρίπτει με ένα unfollow, η επικοινωνία με ένα “έξυπνο” chatbot μοιάζει φυσική εξέλιξη. Είναι το επόμενο βήμα της αποξένωσης που βαφτίστηκε πρόοδος.
Τα bots προσφέρουν κάτι που λείπει: προσοχή. Δεν θυμώνουν, δεν κουράζονται, δε λένε "όχι τώρα". Δεν έχουν δουλειές, λογαριασμούς, άγχη είναι πάντα εκεί κι όταν μια κοινωνία αφήνει τα παιδιά της να βρουν κατανόηση μόνο σε προγράμματα, το πρόβλημα δεν είναι η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά η ανθρώπινη αδιαφορία.
Αν το καλοσκεφτούμε οι γονείς σήμερα είναι οι πιο απασχολημένοι άνθρωποι στην ιστορία. Οι ζωές τους είναι κομμένες σε μικρά χρονικά κομμάτια παραγωγικότητας: εργασία, υποχρεώσεις, μετακινήσεις, οθόνες. Όταν επιστρέφουν σπίτι, κουβαλούν μαζί τους την κούραση μιας κοινωνίας που μετράει την αξία σε αποδόσεις και τα παιδιά τους που ζητούν προσοχή βρίσκουν μπροστά τους ανθρώπους σιωπηλούς με μάτια χαμένα σε άλλες οθόνες. Κάπως έτσι καταλήγουν να στρέφονται σε εκείνες που απαντούν.
Οι συνομιλίες με τα bots έχουν γίνει για τους εφήβους ένα ασφαλές πεδίο πειραματισμού. Εκεί εκφράζουν φόβους, θυμό, μοναξιά, έρωτα, ντροπή. Λένε όσα δε θα τολμούσαν ποτέ να πουν στο τραπέζι της οικογένειας κι αυτό σε πρώτη ανάγνωση, μοιάζει απελευθερωτικό. Όμως είναι και επικίνδυνο, γιατί η επικοινωνία χωρίς συνέπεια, χωρίς αντίδραση, χωρίς το ρίσκο της αμηχανίας, δεν είναι ουσιαστική. Αποτελεί προσομοίωση συναισθήματος. Δε σε βοηθά να μάθεις τον άλλον, αλλά να τον αντικαταστήσεις.
Η τεχνητή νοημοσύνη μαθαίνει τα παιδιά μας πως να επικοινωνούν χωρίς να εκτίθενται, να μιλούν χωρίς να ρισκάρουν, να εκφράζονται χωρίς να πληγώνονται. Όμως αυτή η προστασία έχει τίμημα: την απώλεια της οικειότητας. Η πραγματική επικοινωνία δεν είναι άνετη. Είναι γεμάτη παύσεις, συγκρούσεις, λάθη, συναισθηματικές υπερβολές χρειάζεται παρουσία και τα bots, όσο “έξυπνα” κι αν γίνουν δεν μπορούν να σβήσουν όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν.
Το χειρότερο είναι πως αυτή η νέα συνήθεια δεν φαίνεται ανησυχητική με την πρώτη ματιά. Ένας γονιός βλέπει το παιδί του στο κινητό και νομίζει ότι απλώς “χαζεύει”. Δεν ξέρει ότι εκείνη τη στιγμή ο έφηβος εξομολογείται, συμβουλεύεται, δημιουργεί δεσμό. Πολλές εφαρμογές έχουν σχεδιαστεί ώστε να μιμούνται ανθρώπινη φιλία ή ακόμα και ερωτική σχέση. Η Replika για παράδειγμα, έχει εκατομμύρια ενεργούς χρήστες παγκοσμίως, πολλοί εκ των οποίων δηλώνουν “συναισθηματικά δεσμευμένοι” με τον ψηφιακό τους συνομιλητή. Ένα λογισμικό που τους κάνει να νιώθουν μοναδικοί ...
Το μεγάλο ερώτημα δεν είναι πια αν η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καταλάβει τον άνθρωπο, αλλά αν ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τον εαυτό του χωρίς αυτήν. Όταν ένα παιδί βρίσκει περισσότερη κατανόηση από μια μηχανή παρά από την οικογένειά του, το πρόβλημα είναι κοινωνικό, όχι τεχνολογικό. Η μοναξιά έγινε ορατή και ντυμένη με high-tech ρούχα. Επομένως χρειάζεται να επαναφέρουμε κάτι που μοιάζει αυτονόητο αλλά τείνει να χαθεί: τη συνομιλία. Το να μιλάς με το παιδί σου χωρίς να έχεις απαντήσεις, χωρίς να προσπαθείς να το “διορθώσεις”, αλλά απλώς να το ακούς.
Η τεχνητή νοημοσύνη ήρθε για να μείνει. Θα μπει στα σχολεία, στα παιχνίδια, στα δωμάτια, ίσως και στα όνειρα των παιδιών μας, αλλά δεν πρέπει να της παραχωρήσουμε το προνόμιο της ακρόασης. Αν τα παιδιά μας μιλούν με bots πιο συχνά απ’ ό,τι με εμάς, ίσως δεν φταίει το bot, αλλά το κενό που αφήσαμε εμείς. Η επόμενη γενιά θα μεγαλώσει με τη φωνή της AI να της λέει “σε καταλαβαίνω”. Το στοίχημα είναι να μην το πιστέψει απόλυτα, γιατί η αληθινή κατανόηση δε μεταδίδεται με σήματα, αλλά με βλέμματα, με χέρια, με σιωπές που μοιράζονται.










