Κάθε χρόνο από τους 80.000 φοιτητές που εισάγονται στα πανεπιστήμια, αποφοιτούν αντίστοιχα περίπου οι 44.000.


Πριν 20 μέρες περίπου (15/12) ο Πρόεδρος της ΕΘΑΑΕ, Καθηγητής Περικλής Α. Μήτκας, υπέβαλε την πρώτη Ετήσια Έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2020 της ΕΘΑΑΕ στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, κ. Κωνσταντίνο Τασούλα, παρουσία του Προέδρου της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, κ. Βασίλειου Διγαλάκη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4653/20.

Από την ετήσια έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα για διάφορες πλευρές των Ελληνικών Πανεπιστημίων, των φοιτητών και των πτυχιούχων. 

Ένα από τα ευρήματα της παρούσας έκθεσης, είναι το γεγονός πως ενώ ο φοιτητικός πληθυσμός στην Ελλάδα παραμένει μεταξύ των μεγαλύτερων στις χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ, ο αριθμός των αποφοίτων είναι ο χαμηλότερος.

Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φοιτητών σε σχέση με τον πληθυσμό της, αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι επειδή η μέτρηση γίνεται επί των εγγεγραμμένων φοιτητών και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς θεωρούνται μη ενεργοί, η σύγκριση δεν αποτυπώνει ακριβώς την πραγματικότητα.

Για τους ίδιους λόγους, το ποσοστό των αποφοίτων στο σύνολο των φοιτητών ετησίως (8,91)% παραμένει το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και υπολείπεται σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (25%).

Από αυτό γίνεται αντιληπτό ότι μπορεί κάθε χρόνο μετά τις Πανελλήνιες πολλοί μαθητές και μαθήτριες να εισέρχονται στα Πανεπιστήμια, αλλά είναι λίγοι και λίγες αυτοί και αυτές που θα τα τελειώσουν. Πιο συγκεκριμένα, η χώρα μας υπολείπεται στον αριθμό αποφοίτων, σε ρυθμό κατά 50% λιγότερο από τους ετήσιους εισακτέους. Αναλυτικότερα, κάθε χρόνο από τους 80.000 φοιτητές που εισάγονται στα πανεπιστήμια, αποφοιτούν αντίστοιχα περίπου οι 44.000.

Aθέατες όψεις της καθυστέρησης - εγκατάλειψης των σπουδών

Το ζήτημα της καθυστέρησης των σπουδών είναι βεβαίως σοβαρό γιατί οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Ωστόσο τα πράγματα γίνονται ανησυχητικά αν κανείς «φωτίσει» μια πλευρά η οποία μένει συνήθως αθέατη καθώς δεν καταγράφεται πουθενά. Αναφερόμαστε στην οριστική εγκατάλειψη των σπουδών που όλα δείχνουν ότι αφορά σημαντικό τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού.

Επειδή η ισότητα ή η ανισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση, σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται μόνο στην πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και επειδή η παράταση, καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών αφορά, όπως είδαμε παραπάνω, ένα μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού, με αυξητικές μάλιστα τάσεις, είναι αναγκαίο να ανιχνεύσουμε σε ποιο κοινωνικοοικονομικό «έδαφος» λιπαίνεται το φαινόμενο αυτό. Αναφερόμαστε δηλαδή στις αιτίες οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνονται στα στατιστικά στοιχεία της ΕΣΥΕ ενώ παράλληλα παραβλέπονται από τα «ρεπορτάζ» εκείνα που επικεντρώνουν στους «τεμπέληδες φοιτητές – βαρίδια για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση».

Τι πραγματικά συμβαίνει; 

Αν «κρυφάκουγε» κανείς τις συζητήσεις που ανοίγονται κάθε χρόνο λίγο πριν από την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ στις οικογένειες με παιδιά που συμμετέχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις διεκδικώντας μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα διαπίστωνε ότι οι κουβέντες, βεβαίως, εστιάζουν στο εάν το παιδί καταφέρει να πετύχει την είσοδό του σε κάποια από τις σχολές που έχει επιλέξει (ή και σε μια οποιαδήποτε σχολή), αλλά την ίδια στιγμή ένα τμήμα της αγωνίας τους πηγάζει από τον φόβο της αδυναμίας κάλυψης του κόστους στην περίπτωση που το βάπτισμα της φοιτητικής ιδιότητας του γόνου τους αφορά σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας.

Μια... μεγαλούπολη φοιτητών έχει «μεταναστεύσει» για σπουδές εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας τους (πάνω από 150.000), γεγονός που επιβαρύνει κάθε οικογενειακό προϋπολογισμό ετησίως με 7.000 ευρώ κατά μέσο όρο, και συνολικά πάνω από 1 δισ. ευρώ ετησίως για τις 150.000 οικογένειες φοιτητών.

Και γελιούνται, βεβαίως, όσοι πιστεύουν ότι το ακριβοπληρωμένο στον βωμό της παραπαιδείας «εισιτήριο» εισαγωγής στα ΑΕΙ  και η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού τελειώνουν με την είσοδο των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η ταυτότητα των συζητήσεων μαζί με την έκταση και την ένταση που τις χαρακτηρίζουν σταδιοδρομούν, βεβαίως, στην «πίστα» της οικονομικής αδυναμίας των οικογενειών και στις απαράδεκτα χαμηλές κρατικές δαπάνες για τη φοιτητική μέριμνα που κάνουν απαγορευτική την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής των φοιτητών, ιδιαίτερα εκείνων που σπουδάζουν εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας.

Το ποσοστό των κρατικών δαπανών για την ενίσχυση του φοιτητικού πληθυσμού δεν ξεπερνά πλέον το 0,4% όταν ο μέσος όρος των αντίστοιχων δαπανών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ανέρχεται στο 5,7%. Φυσικά αυτή η δημόσια υποχρηματοδότηση έχει συνέπειες στη φοιτητική μέριμνα, σε όλα εκείνα τα στοιχεία της φοιτητικής ζωής (στέγαση, σίτιση, περίθαλψη, βιβλία, υποτροφίες κ.λπ.) τα οποία σχετίζονται με την ουσία της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης.

Ετσι το κόστος της φοιτητικής ιδιότητας μετακυλίεται όλο και περισσότερο στους «ώμους» των οικογενειακών προϋπολογισμών κάνοντας ακριβό… το «δημόσιο και δωρεάν» Πανεπιστήμιο.

Το συνολικό κόστος των σπουδών για τον μετανάστη φοιτητή με μέση χρονική διάρκεια τέσσερα έως πέντε χρόνια, το κόστος του πτυχίου δηλαδή, ανέρχεται σε 28.000-35.000 € κατά μέσο όρο.

Αν επιχειρήσουμε τώρα να δούμε τι σημαίνει, σήμερα, για το εισόδημα διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών η αντιμετώπιση του κόστους ενός φοιτητή που σπουδάζει εκτός τόπου καταγωγής, θα διαπιστώσουμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις συνεπάγεται μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων που «ρίχνει» το νοικοκυριό κάτω από το όριο φτώχειας, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατη η συντήρηση του φοιτητή.

Η τραγική αυτή κατάσταση λιπαίνει, βεβαίως, και το έδαφος της καθυστέρησης αλλά και της εγκατάλειψης των σπουδών.

Η αδυναμία αντιμετώπισης του αυξημένου κόστους σπουδών σε συνδυασμό με την ανεύρεση εργασίας για τη στοιχειώδη κάλυψη κάποιων εξόδων, παράλληλα με την εσωτερίκευση των αμφίβολων επαγγελματικών προοπτικών, εκκολάπτουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών για εκείνο το μέρος του φοιτητικού πληθυσμού για το οποίο αφ' ενός οι παρατεταμένες σπουδές κοστίζουν ακριβά, αφ' ετέρου η είσοδος στην παραγωγή και η πρόωρη επαγγελματοποίηση μετατρέπεται σε αναπόφευκτη στρατηγική επιβίωσης, ανατρέποντας έτσι την προοπτική ολοκλήρωσης των σπουδών.

Οσο σίγουρο είναι ότι οι παραπάνω όροι δεν μπορούν να μονοπωλήσουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών, άλλο τόσο είναι φανερό ότι η φτώχεια που καλπάζει δεν σταματάει τη δράση της μπροστά στην είσοδο του Πανεπιστημίου.

Πηγή: www.alfavita.gr