Η μοναξιά της εποχής δεν κρύβεται στην απομόνωση, αλλά στο παράλογο αίσθημα να χάνεσαι μέσα στο πλήθος.
Η μοναξιά δεν είναι πια μια μελαγχολική ιδιοτροπία ή ένα βραδινό αίσθημα που περνάει.Έχει πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας, κοινωνικής νόσου, μιας σιωπηλής επιδημίας που απλώνεται στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, στους χώρους εργασίας, ακόμη και στα δωμάτια όπου το φως των οθονών φωτίζει τα πρόσωπα των ανθρώπων που αναζητούν συντροφιά μέσα από pixels.
Το φαινόμενο σήμερα δεν μοιάζει με αυτό των παλαιότερων εποχών. Δεν είναι η μοναξιά της απομόνωσης, της γεωγραφικής απόστασης ή της έλλειψης ανθρώπων γύρω. Είναι η μοναξιά που δεν προέρχεται από την απουσία, αλλά από την απώλεια της σχέσης. Το να είσαι περιτριγυρισμένος από ανθρώπους και να νιώθεις αόρατος, σαν να διαφέρεις με τρόπο που κανείς δεν μπορεί να δει.
Αυτή η νέα μορφή έχει συγκεκριμένη αιτιολογία και δεν είναι τόσο ψυχολογική, όσο κοινωνική. Οι άνθρωποι πλέον ζουν σε μια συνθήκη υπερπληροφόρησης, ταχύτητας και επιφανειακών επαφών. Οι στιγμές που άλλοτε γέμιζαν με ουσιαστικές συζητήσεις έχουν αντικατασταθεί από σύντομα μηνύματα. Οι φιλίες που χρειάζονται χρόνο, υπομονή, παραχώρηση, τώρα μοιάζουν να λειτουργούν με τους όρους των "ειδοποιήσεων": αν δεν απαντήσεις εγκαίρως, χάνεις το νήμα. Αν δεν είσαι συνεχώς διαθέσιμος, χάνεις την επαφή. Η σχέση έχει γίνει ένα είδος μικρο-συναλλαγής.
Η τεχνολογία χωρίς αμφιβολία έκανε τη ζωή πιο εύκολη, αλλά έκανε τις σχέσεις πιο εύθραυστες. Μας έμαθε να επικοινωνούμε γρήγορα, αλλά όχι βαθιά. Να έχουμε εκατοντάδες επαφές και ελάχιστους ανθρώπους. Η υπερσυνδεσιμότητα γέννησε μια μορφή ψευδούς κοινωνικότητας, ένα μόνιμο buzz γύρω από τις ζωές των άλλων χωρίς όμως ποτέ να μας φέρνει πραγματικά κοντά. Είναι η κοινωνικότητα της επιφάνειας, όχι της συνύπαρξης.
Ο άνθρωπος της πόλης έμαθε να ζει με δύο ταυτότητες: τη δημόσια, ανοικτή προς όλους που προβάλλει την καλύτερη εκδοχή του, και την ιδιωτική που συχνά μένει κρυμμένη ακόμη και από τον ίδιο. Σε αυτή την ιδιωτική σφαίρα φωλιάζει και η μοναξιά ένα συναίσθημα τόσο διαδεδομένο που μοιάζει πια κοινό, αλλά τόσο προσωπικό που κανείς δεν τολμά να το πει.
Οι κοινωνιολόγοι εδώ και χρόνια μιλούν για την "κρίση της κοινότητας" για τη διάλυση των δεσμών που άλλοτε στήριζαν την καθημερινότητα. Οι οικογένειες είναι μικρότερες, οι γειτονιές πιο απρόσωπες, οι ρυθμοί πιο κομματιασμένοι. Η αίσθηση του "μαζί" έχει διαβρωθεί από τον μύθο της ατομικότητας, από την ιδέα ότι ο καθένας πρέπει να φτιάξει μόνος του το μέλλον του, να παλέψει μόνος, να σταθεί μόνος. Η αυτονομία έγινε ιδεώδες, αλλά στον δρόμο χάθηκε η συντροφικότητα. Ο άνθρωπος έμαθε να στηρίζεται στον εαυτό του τόσο έντονα, που στο τέλος έμεινε μόνο με αυτόν.
Το κοινωνικό κεφάλαιο μετατράπηκε σε ψηφιακό προφίλ. Όπου το ανθρώπινο βλέμμα αντικαταστάθηκε από καρδιές και likes και στην καρδιά αυτής της μεγάλης αντιστροφής βρίσκεται μια αλήθεια που πολλοί δυσκολεύονται να παραδεχτούν: ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ξεμάθει να συναντά.
Στις μεγάλες πόλεις η μοναξιά αποκτά σχεδόν αρχιτεκτονική διάσταση. Διαμερίσματα μικρά, πολυκατοικίες χωρίς κοινόχρηστους χώρους, δημόσιοι χώροι ελάχιστοι και πλημμυρισμένοι από κίνηση. Οι άνθρωποι ζουν δίπλα-δίπλα, αλλά όχι μαζί. Η ίδια η πόλη τους μαθαίνει να μη συναντώνται: γρήγοροι ρυθμοί, αυστηρά ωράρια, θόρυβος που καταναλώνει τον χρόνο και την προσοχή. Είναι σαν να εκπαιδεύει τους κατοίκους της να μην σταματούν ποτέ και όταν δεν σταματάς, δε βλέπεις.
Πρόκειται για σύμπτωμα ενός συστήματος και γι’ αυτό η θεραπεία του δε βρίσκεται σε ατομικές λύσεις τύπου “self-care” που συχνά λειτουργούν ως παυσίπονα. Βρίσκεται στην επαναφορά του συλλογικού. Στο να ξαναχτίσουμε χώρους όπου η ανθρώπινη επαφή είναι εφικτή, όχι τυχαία. Η μοναξιά μέσα στο πλήθος είναι η απόδειξη πως οι κοινωνίες μας απέτυχαν να δώσουν αξία στο "μαζί". Είναι όμως αναπόφευκτη. Οι μικρές κοινότητες που ξαναγεννιούνται στα χωριά, στα coworking spaces, στις ομάδες ενδιαφέροντος, στις συλλογικότητες που στήνονται από ανθρώπους που αρνούνται να απομονωθούν δείχνουν ότι η ανάγκη για συνύπαρξη "σκεπάστηκε".
Η νόσος της μοναξιάς δε θεραπεύεται με περισσότερες εφαρμογές, περισσότερη επικοινωνία ή περισσότερους διαδικτυακούς "φίλους". Θεραπεύεται με την επιστροφή στην ανθρώπινη επαφή. Με το να ξαναθυμηθούμε ότι η πιο βαθιά μορφή συντροφικότητας δε βρίσκεται στον αριθμό των ανθρώπων γύρω μας, αλλά στη δυνατότητα να νιώθουμε ότι κάποιος μας βλέπει πραγματικά.
