Ξεκίνησε ως ένα παιχνίδι που παιζόταν στο γρασίδι, κάτω από τον ήλιο και κατέληξε να γίνει το αγαπημένο σπορ των βασιλιάδων και των φιλόσοφων, ένα παιχνίδι στρατηγικής και κομψότητας. Ένα παιχνίδι τελικά για όλους.
Από το γρασίδι στο παλάτι
Η ιστορία του μπιλιάρδου χάνεται στα βάθη του 15ου αιώνα, όταν η Γαλλία και η Αγγλία διεκδικούν τον τίτλο της πατρίδας του. Αρχικά, το μπιλιάρδο ήταν μια υπαίθρια δραστηριότητα που έμοιαζε με το κροκέ. Οι παίκτες χρησιμοποιούσαν ξύλινα μπαστούνια για να σπρώξουν μπάλες μέσα σε τρύπες που είχαν σκαφτεί στο έδαφος. Ήταν ένα δημοφιλές χόμπι της αριστοκρατίας και των ευγενών, μία ευκαιρία για χαλάρωση και κοινωνική συναναστροφή.
Σύντομα όμως, το παιχνίδι μεταφέρθηκε σε εσωτερικούς χώρους. Η βροχή και το κρύο δεν άφηναν τους ευγενείς να απολαύσουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Έτσι, τοποθετήθηκε ένα ειδικό τραπέζι με τσόχα, που προσομοίαζε το πράσινο γρασίδι, και γύρω του προστέθηκαν ξύλινα κάγκελα για να μην πέφτουν οι μπάλες. Η ιστορία λέει ότι ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ' λάτρευε τόσο πολύ το μπιλιάρδο, που είχε ένα τραπέζι στο δωμάτιό του, και μάλιστα το αποκαλούσαν «ο βασιλιάς των παιχνιδιών και το παιχνίδι των βασιλιάδων».
Το όνομα μπιλιάρδο (billiards) προέρχεται είτε από τη γαλλική λέξη billart που αναφέρεται στην ξύλινη στέκα είτε από τη λέξη bille που σημαίνει ‘μπάλα΄.
Η εξέλιξη του εξοπλισμού
Τα μπαστούνια που χρησιμοποιούσαν οι παίκτες αρχικά ήταν χοντροκομμένα, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν. Στη θέση τους ήρθαν οι πιο σύγχρονες “στέκες” (cue sticks), που επέτρεπαν στους παίκτες να χτυπούν τις μπάλες με μεγαλύτερη ακρίβεια. Μέχρι τότε, οι παίκτες χρησιμοποιούσαν το φαρδύ, χοντρό μέρος του μπαστουνιού για να χτυπήσουν την μπάλα, αλλά κάποια στιγμή, ένας Γάλλος παίκτης άρχισε να χρησιμοποιεί το λεπτό άκρο του, κάτι που του επέτρεψε να χτυπάει με ακρίβεια, ειδικά όταν η μπάλα ήταν κοντά στη λεγόμενη κουπαστή (το ξύλινο πλαίσιο που καλύπτει την επιφάνεια παιχνιδιού).
Μια ακόμη σημαντική αλλαγή ήταν η εφεύρεση της κιμωλίας. Μέχρι τον 19ο αιώνα, οι στέκες ήταν ξύλινες και η τριβή τους με την μπάλα ήταν ελάχιστη. Ο Άγγλος τενίστας Jack Carr, εφηύρε την κιμωλία, η οποία επέτρεψε στους παίκτες να εφαρμόζουν spin στις μπάλες. Αυτή η εφεύρεση άλλαξε για πάντα τον τρόπο που παιζόταν το μπιλιάρδο, καθώς πρόσθεσε ένα νέο επίπεδο στρατηγικής και πολυπλοκότητας.
Το μπιλιάρδο σήμερα
Από τον Λουδοβίκο ΙΔ' της Γαλλίας μέχρι την απεικόνισή του στο κινηματογράφο και στα μεγάλα παγκόσμια πρωταθλήματα με διάσημους παίκτες (Efren "The Magician" Reyes, Willie Mosconi, Ralph Greenleaf κ.α.), το μπιλιάρδο έχει διατηρήσει τη γοητεία του. Ένα παιχνίδι που απαιτεί υπομονή, στρατηγική και ακρίβεια. Από τα αριστοκρατικά σαλόνια μέχρι τις σύγχρονες pub, το μπιλιάρδο αποτελεί μια διαχρονική επιλογή για όσους αναζητούν έναν συνδυασμό χαλάρωσης και πνευματικής πρόκλησης.
Το μπιλιάρδο, λοιπόν, δεν είναι απλά ένα παιχνίδι με μπάλες. Είναι ένα ταξίδι στο χρόνο, μία τέχνη που γεννήθηκε στα παλάτια και εξελίχθηκε στα χέρια των ανθρώπων. Την επόμενη φορά που θα κρατήσεις μια στέκα, σε ένα από τα τελευταία μπιλιαρδάδικα που υπάρχουν ανοιχτά ακόμα στην Ελλάδα, θυμήσου ότι συνεχίζεις μια παράδοση χιλιάδων ετών.